Ο λόγος που δεν μιλώ συχνά για τον Δήμο Μούτση είναι από υπερβολική αγάπη. Βλέπετε, στην καρδιά της μάνας μου, που μ’ έμαθε ν’ αγαπώ τη μουσική, πέρα απ’ τον Χατζιδάκι (με τον οποίο είχε έρωτα ισόβιο κι αγιάτρευτο) χωρούσε μοναχά ο Μούτσης – ομοίως και στη δισκοθήκη της, το εικονοστάσι της, όπου, πλάι στον Μεγάλο Ερωτικό και τη Μελισσάνθη μόνον ο Άγιος Φεβρουάριος και η Τετραλογία είχαν θέση.
Ήμουν αφάνταστα τυχερός που πρωτάκουσα ποίηση του Καρυωτάκη μέσα απ’ την απερίγραπτης ευφυΐας κι ομορφιάς μελοποίηση της Τετραλογίας, με τον Χρήστο Λεττονό να τραγουδά τους ‘Ιδανικούς αυτόχειρες’ με οργή και παραίτηση, μέχρι την ουράνια και μανιακή κατάληξη, και νομίζω πως ο λόγος που διάβασα και θαύμασα τον Σεφέρη ήταν και πάλι το πρώτο άκουσμα, από τον ίδιο δίσκο, του ‘Πες της το μ’ ένα γιουκαλίλι’.
Δεν χρειάζεται, θαρρώ, να αναρωτιόμαστε γιατί ο Δήμος Μούτσης δεν μας χάρισε άλλα τραγούδια. Αφενός είναι τεράστια τύχη, ευλογία, για τον τόπο μας, που έγραψε ό,τι έγραψε, κι αφετέρου είναι σαν να ρωτάς γιατί ο Σιμπέλιους σταμάτησε να συνθέτει τα τελευταία τριάντα χρόνια της ζωής του: μα γιατί έγραψε την Πέμπτη Συμφωνία του, το Κονσέρτο για βιολί, την Τρικυμία! Τι άλλο μπορείς να ζητήσεις απ’ τον συνθέτη μιας μουσικής κιβωτού που περιλαμβάνει έργα όπως το ‘Φράγμα’, το ‘Ενέχυρο’, τις ‘Στροφές’, το ‘Ένα χαμόγελο’, το ‘Για πούλημα λοιπόν’; Και πάλι ευγνώμονες πρέπει να είμαστε.
(Κι ένα απ’ τα ελάχιστα που μου ζήτησε ποτέ η Κατερίνα, ήταν αν ποτέ γνωρίσω από κοντά τον άνθρωπο που έγραψε το ‘Ο χάρος βγήκε παγανιά’, να του σφίξω το χέρι. “Δεν ξέρω αν θα ζω ακόμα,” μου ‘χει πει – κι ας ήξερε – “αλλά θα ‘ναι σαν του σφίγγω το χέρι κι εγώ.” Δεν έχω τηρήσει ακόμα την υπόσχεσή μου, διότι, όσο κι αν ξεθαρρεύω εδώ μέσα, κατά βάθος είμαι παθολογικά συνεσταλμένος, κι απ’ την άλλη δεν τολμώ. Όμως νομίζω πως η χειραψία συμβαίνει – και ακόμα πιο πολύ, η αγκαλιά – κάθε φορά που ακούω ένα απ’ τα τόσα λατρεμένα του τραγούδια!