O Μούτσης για το Μάνο Ελευθερίου

Ο Μάνος Ελευθερίου δεν είναι μόνο ένας σπουδαίος συγγραφέας, είναι ένας “ευγενής δημιουργός”. Έχει έναν τρόπο να μεταχειρίζεται το λόγο ακόμα και στις πιο σκληρές του εκφράσεις, μ έναν τρόπο που τον χαρακτηρίζει όχι ένας εστετισμός στολισμένος με “δαχτυλίδια και σπαθιά”, αλλά μια ευγένεια γεμάτη από “κλαδευτήρια κι αλέτρια” που θάλεγε ο Νίκος ο Γκάτσος.

Αγέτης και Δαπήτης

Εξεταστική περίοδος Α΄εξαμ. Φιλοσοφικής σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών. ΔΑΠίτης φοιτητής που όχι μόνο δεν είχε πατήσει το πόδι του, δεν ήξερε καν τη διεύθυνση της Σχολής, βρέθηκε να περνάει όλα τα μαθήματα και μάλιστα με βαθμό, τη στιγμή που σοβαροί φοιτητές είχαν κοπεί τουλάχιστον σε δύο. Στην ερώτηση δε: «ρε συ πως τα κατάφερες;» η απάντηση ήταν συγκεκριμένη: «υπάρχουν και διαρροές». «Το παιδί μας επιστήμων τελειώνει» που λέω και σ ένα τραγούδι μου. Eνα μπουμπούκι ένας νέος Μπουμπούκος. Και μια και το φέρ η κουβέντα, ο περί ού λόγος κύριος, ως άλλος Τσόμσκι ή Μπαμπινιώτης, μας δήλωσε τις προάλλες ασύστολα, ότι ο Ηγέτης – άκουσον άκουσον – παράγεται από το ρήμα «άγω»! (Αγέτης, Αγωγιάτης, Αγωγός, Ανάγωγος). Το ρήμα «ηγούμαι» του είναι άγνωστη λέξη, εξ ού και μέλλων Αντιπρόεδρος της κυβέρνησης του κυρίου Κούλη. Ο Μπουμπούκος -Αγέτης όμως, είχε πάρει προ πολλού το «άγω» του και είχε παράγει μια άλλη λέξη, τη λέξη «πράκτορας» στο χώρο της τέχνης. Από τους Ολυμπιακούς αγώνες ήδη θυμάμαι, είχε αρχίσει, επιλέγοντας με δικά του κριτήρια ως «καλλιτεχνικός πράκτορας» να στείλει τη μαγείρισσα-μαέστρο του να πάει να παίξει στην Κίνα το τίς οίδεν θεόπνευστο έργο της, αρπάζοντας ο γλωσσοφτιάχτης και ως «εισπράκτορας» την αμοιβή, πολλά λεφτά, και στέλνοντάς τα κατ ευθείαν έξω ως ελέχθη. Το θέμα ψιλοσυζητήθηκε και ψάξτε βρέστε! Έκτοτε, μόλις προκύψει μουσική εκδήλωση στο εξωτερικό – επιδοτούμενη και μάλιστα γερά – πρακτορεύει γιατί έτσι θέλει και στέλνει την κυρία Ευγενία του, κι αυτή με τις γνώσεις της εξ Αμερικής, (λες και με τη Γραμματική με το Συντακτικό και την Ορθογραφία γίνεσαι Συγγραφέας) τρέχει, ανεβαίνει στο πόντιουμ, στερεώνεται καλά (πόδια κλειστά ή ανοιχτά), τη βεργούλα ανά χείρας, και με μια κίνηση ανεξαρτήτως προς πάσαν κατεύθυνση μαγεύει με τις μουσικές της τους Ευρωπαίους, ως η καλύτερη της Ελλάδας και τους Έλληνες ως η καλύτερη της Ευρώπης! Δε βαριέσαι, και τι έγινε! Ας πά΄να λέω. Μήπως θα πάψει ο Πράκτωρ της τέχνης Αγέτης Μπουμπούκος συνάδελφος των Τσόμσκι – Μπαμπινιώτη να είναι αυτός που είναι και να λειτουργεί μ αυτό τον τρόπο; Αν είναι δυνατόν! Εδώ είπαμε τον κάνανε και Αντιπρόεδρο σε μέλλουσα κυβέρνηση. Ή το ΔΑΠίτικο μπουμπούκι που δεν ήξερε που πάν΄τα τέσσερα θ αλλάξει. Χαζός είναι ν αλλάξει; Ίσα ίσα που θα μασάει κι ό,τι θες για να του μοιάσει στην ομιλία! Ένα μπουμπούκι Μπουμπούκος μοιάζει με όνειρο ζωής, κι αυτό το στόχο θέλει να τον φτάσει, κι ίσως μια μέρα σίγουρα και να τον ξεπεράσει!

Διαδικτυακά σχόλια περί Τετραλογίας (από το Ποιείν)

ΔΙΑΔIΚΤYΑΚΑ ΣΧΟΛΙΑ

 

Περί « ΤΕΤΡΑΛΟΓΙΑΣ »    2 / 2 / 07

 

Κ. Καβάφης – Γ. Σεφέρης – Κ. Καρυωτάκης – Γ. Ρίτσος

 

Τραγουδούν: Μ. Μητσιάς – Α. Πρωτοψάλτη – Χ. Λεττονός

Σημείωση1: Ανάμεσα στους εκλεκτούς συζητητές, παραβρέθηκε κι ο διάσημος Τουμπίστας Γιάννης Ζουγανέλης!

  Σημείωση 2: Ο δίσκος επανακυκλοφόρησε το 2005 από την MINOS-EMI

Δ. Κανελλόπουλος: Δήμος Μούτσης για πάντα. Ο μεγαλύτερος των μετά το Χατζιδάκη – Θεοδωράκη νεοελλήνων συνθετών. Το θρήνο για τον Άδωνη γιατί δεν τον ανεβάσατε. Κύριε Παστάκα ακουστικό υλικό δε θα μας βάλετε;

Γιώργος Μίχος: «Αίμα σου φέρνω και τραγουδώ το αίμα σκορπισμένο» Θα συμφωνήσω με το Δ.Κ. Χρειάζεται ήχος σε μια αναφορά σε…. δίσκο. “Say it with a ukulele

Σπύρος Αραβανής: Η ΑΕΠΙ όμως, έχει τελείως άλλη γνώμη από σας (…)

Γιώργος Κεντρωτής: Η «Τετραλογία» είναι έργο πραγματικά (και όχι μαϊμουδίστικα) μελοποιημένης ποίησης. Και η μουσική επένδυση των στίχων και οι ερμηείες είναι συγκλονιστικες. Ό,τι κι αν «έγραψε» ο Μούτσης – Συνοικισμος Α΄- Αγ. Φεβρουάριος – Στροφές – Δρομολόγιο – Φράγμα κ.λπ.- είναι μεγαλειώδες. Μην κοιτάτε που δεν κορρυβαντιά περί το άτομό του. Ο άνθρωπος είναι καλλιτέχνης δεν είναι «καραγκιόζης». Μόνο την ποιότητα ζητάει, και δη μετά μανίας (ένθεης). Κι όταν έχει να πει «πράγματα», τα λέει και μας τα μαθαίνει. Πρόκειται για κορυφαία μορφή του νέου Ελληνισμού.

Γιώργος Μίχος: Έχω ακούσει το Μούτση σε συνέντευξη να λέει, πως κακώς έβαλε τα ποιήματα στην «Τετραλογία». Έπρεπε, λέει, να είναι μόνο η μουσική…..

Για άλλο θέλω να γράψω.

Σ ένα υπόγειο στη Σόλωνος χαμηλά, στο βιβλιοπωλείο «Αντιπαράλληλα», θυμάμαι την Πρωτοψάλτη, την παρουσία του Μούτση και μικρής ορχήστρας να τραγουδάει αυτό το λησμονημένο πια δίσκο «Εργατική Συμφωνία». Ο Στεμνής αποχώρησε οικειοθελώς…..

Το Μούτση τον βλέπω σε κάτι στενά γύρω στο σπίτι μου και στο πάρκιν του Σούπερ Μάρκετ κι επίτηδες του βάζω το «Δε λες κουβέντα» απ τ αυτοκίνητο να τον εξιτάρω. Γελάει συνέχεια και φεύγει…… Κεντρωτή, όλα αυτά για σένα……

Δ. Κανελλόπουλος: Βλέπω ότι όλοι συμφωνούν ως προς την μεγαλοφυία του Δήμου του Μούτση. Είμαι πολύ ευτυχής γι αυτό. Γιώργο Κεντρωτή, αυτό το περί «Ελληνισμού», μην το πετάς έτσι ασχολίαστα, γιατί υπάρχει ένας κακώς εννοούμενος «Χριστοδουλισμός» στην ατμόσφαιρα και μπορεί να παρεξηγηθεί ο Μούτσης, ο οποίος είναι ο κατ εξοχήν ευρωπαίος – παγκόσμιος – Έλληνας μουσικός των τελευταίων 100 χρόνων.

Παρεμπιπτόντως: τα ποιήματά σου είναι πολύ καλά και θα δημοσιευθούν. Πάρε τηλέφωνο τον «περιοδικατζή». Δεν μπορεί να τα κάνει όλα μόνος του(!)

Και για όλους εσάς, ένα ποίημα αφιερωμένο στο Δήμο Μούτση:

 

Όλα είναι μια ευγενική συναυλία

Τους παλιούς φίλους

Μην τους ξεχνάς

Δώσε τους μια μικρή χαρά

Για τα χαμένα χρόνια

Φέρε τους όλους εκεί

Άναψε τις φωτιές σου

Στο ιερό της Αθηνάς

Στον Άγιο Φεβρουάριο κάνε σπονδή

Άφησε τις μελωδίες σου να πλημμυρίσουν

Την αττική νύχτα.

Άνθη να φέρεις και λόγια τρυφερά

Τώρα που οι ώρες μας θυμίζουν

Τις αποδυναμωμένες αισθήσεις

Τα πάθη, που βρίσκονται σε διαστολή

Χωρίς το μέτρο των χρωμάτων

Μ΄άδεια ψυχή το σούρουπο

Χωρίς φωνούλα την αυγή

Την τελευταία συναυλία την Ευγενική

Του αιώνα που ψυχορραγεί

Δώρο στους φίλους μιας άλλης εποχής,

Που προχωρούν και πίσω δε γυρίζουν

Δημήτρης Κανελλόπουλος, Σιγή Ασυρμάτου, Κολωνός, Αθήνα 2005, σελ.:23

Δημήτρης Κανελλόπουλος: Μίχο, ποιος είχε οργανώσει τη συναυλία του Μούτση στα Αντιπαράλληλα του Στεμνή; Αν το βρείς κερδίζεις ένα βιβλίο δώρο, τις Σκυθικές Ερημίες.

Κι ακόμη: Μην ξεχνάς το χρονικό πλαίσιο που γράφτηκε η «Εργατική Συμφωνία» και κάτι άλλο, ότι ήταν επένδυση σε θεατρικό έργο του Γιώργου του Σκούρτη «Απεργία».

Πάντως εγώ στ Αντιπαράλληλα δε σε θυμάμαι. Στο Χνάρι σε θυμάμαι λίγο αργότερα.

Γιώργος Κεντρωτής: Αγαπητέ Γιώργο Μίχο, με εξιτάρεις – δεν με εξιτάρεις (και εμένα, μαζί με το Δήμο Μούτση) εσύ, εγώ (μουλάρι όντας) επιμένω στις απόψεις μου. Και δεν είναι -να εξηγούμεθα- μόνο θέμα αισθητικής! Επιμένω επί της ουσίας. Κι ας λέει (και) ο Μούτσης ότι θέλει! Ο τύπος αυτός, αυτή η γκράν μούρη έγραψε θαύματα, και προσωπικώς του οφείλω δυσαρίθμητες χάριτες. Εσύ, πάντως, καλά κάνεις και κεντρίζεις τον Κεντρωτή! Γουστάρω και πολύ μάλιστα. Μη μας πιάσει, φίλε Γιώργο, ενώ είμαστε ακόμα (ευτυχώς) στον απάνω κόσμο, η ανία του τάφου, όπου δεν μπορούμε ούτε να χασμουρηθούμε (ούτε από ανία!…) Σε χαιρετώ από καρδιάς.

Δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό «Ποιείν»

Ο δάσκαλός μου, ο μαθητής μου: Μια συνέντευξη στον Θ. Νιάρχο στα ΝΕΑ: 05/10/2013

Θανάσης Θ. Νιάρχος  ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΤΑ ΝΕΑ: 05/10/2013 08:00

Σ’ ένα μόνο σημείο της η συζήτηση του Δήμου Μούτση με τον νεαρό Νίκο Καργόπουλο είναι η τυπική συζήτηση δάσκαλου και μαθητή: ότι παραμένει χαρακτηριστική όσον αφορά την πίκρα του δάσκαλου και την ορμή του μαθητή. Από κει και πέρα δεν έχεις παρά να σταθείς με σεβασμό, γιατί όχι και δέος, απέναντι σε μια στάση όπως αυτή του Δήμου Μούτση, που στοιχειοθετεί μια πρωτοφανή αίσθηση εντιμότητας και καλλιτεχνικής ανδροπρέπειας. Σε μια κρίσιμη, ώριμη ηλικία ενώ γνωρίζεις πως το παρελθόν σου καλλιτεχνικά δεν είναι αναστρέψιμο και έχει οριστικά τοποθετηθεί για τη συνείδησή σου τουλάχιστον, να μπορείς να σκέφτεσαι με την ελευθερία του ανθρώπου που δεν φοβάται το μέλλον. Πρόκειται για κάτι εντελώς πρωτόγνωρο. Αυτή τη σπάνια αίσθηση ελευθερίας αναδίνει η σύνολη συμπεριφορά του Δήμου Μούτση, είτε αφορά τους ομοτέχνους του, είτε την κοινωνία μας, είτε το παρελθόν του, είτε τη νεότατη γενιά καλλιτεχνών που τη συμμερίζεται και τη δικαιολογεί  χωρίς να την κολακεύει στο πρόσωπο του Νίκου Καργόπουλου. Χρειάζονται πολύ μεγάλα κότσια, να είσαι καλλιτέχνης και ενώ το περιβάλλον σού καλλιεργεί την εντύπωση της μεγαλοσύνης σου, εσύ να την προσπερνάς χωρίς οιμωγή και να θεωρείς τον εαυτό σου σχεδόν αποτυχημένο. Μέγιστο μάθημα η σημερινή συνάντηση και συνομιλία με τον Δήμο Μούτση

Θανάσης Νιάρχος: Κύριε Μούτση, πώς συµβαίνει ένας καλλιτέχνης όπως εσείς, που τον αγκάλιασε τόσο νωρίς και τόσο ολοκληρωτικά η επιτυχία, να έχουµε να ακούσουµε δουλειά του τόσο πολλά χρόνια;

Δήµος Μούτσης: Για να πω την αλήθεια αυτή την επιτυχία δεν την κατάλαβα ποτέ. Μπήκα σε αυτόν τον χώρο πλαγίως, από τον χώρο της Συμφωνικής Μουσικής, σπούδασα βιολί και κλασική μουσική για πάρα πολλά χρόνια. Κουράστηκα, αλλά κουράστηκα καλά. Λένε ότι έγραψα καλά τραγούδια, καλά δεν ξέρω, ίσως καλύτερα απ’ ό,τι άλλων. Είχαν επιτυχία, έβγαλα λεφτά, καλή ζωή έκανα, αλλά για να πω τη μαύρη μου αλήθεια αυτόν τον χώρο δεν τον αγάπησα καθόλου. Και όσο περνάνε τα χρόνια και γυρνάω και κοιτάζω πίσω μου, δεν μου αρέσει καθόλου αυτό που έκανα. Και ίσως είναι αυτό που με έκανε να αποτραβηχτώ όσο πιο γρήγορα γινόταν καθόλου ευχαριστημένος, καθόλου ευτυχισμένος.

Θ.Ν.: Συγγνώµην, εσάς και τον Σταύρο Ξαρχάκο σάς θεωρούσαν ως τη συνέχεια του Χατζιδάκι και του Θεοδωράκη. Σεβαστά αυτά που λέτε, αλλά είναι µια τελείως εσωτερική υπόθεση.

Δ.Μ.: Ακόμη κι αν είναι εσωτερική υπόθεση, νομίζω ότι έχω και εγώ ένα δικαίωμα στη ροή των πραγμάτων και στην κριτική. Δεν είναι μόνο ο κόσμος. Δηλαδή κάνω κάτι, το αφήνω, λέω δικό σας είναι, και φεύγω. Δεν ξέρω, ίσως κάτι άλλο έπρεπε να έχω κάνει, ίσως κάτι να πέρασε από δίπλα μου και να μην το κατάλαβα, το άφησα κι έφυγε και τελικά έκανα κάτι άλλο. Δεν ξέρω, πάντως αυτό που έκανα δεν μου φτάνει. Το να έχω κάνει από το 1970 ώς το 2013 150 τραγούδια και ανάμεσά τους 10 πολύ καλά δεν είναι και τίποτε αυτό. Θα μου πείτε, «είναι». Ε, δεν είναι. Αμα σκεφθείτε ότι ο Μπαχ (μα συγκρίνεις τον εαυτό σου με τον Μπαχ, όχι βρε παιδί μου, αλλά λέμε) έγραφε κάθε εβδομάδα μία λειτουργία, αλλά κάθε εβδομάδα, που μόνο για να την προβάρουν σήμερα συμφωνικές ορχήστρες και χορωδίες τούς βγαίνει η Παναγία για δεκαπέντε ημέρες, και ταυτόχρονα – ο Μπαχ πάντα – ξεσκάτιζε και οκτώ παιδιά, μην κοροϊδευόμαστε λοιπόν.

Θ.Ν.: Κύριε Καργόπουλε, πώς ήρθατε σ’ επαφή µε τον Δήµο Μούτση ώστε να τον θεωρείτε δάσκαλό σας;

Νίκος Καργόπουλος: Είχα ακούσει τραγούδια του Δήμου Μούτση και πολλά από αυτά μου κίνησαν την προσοχή. Οταν αποφάσισα να προχωρήσω ένα βήμα παραπάνω στη μουσική, κατάλαβα ότι χρειάζομαι έναν καταξιωμένο άνθρωπο που θα με βοηθήσει. Υπήρξε μια πολύ συνειδητή επιλογή.

Θ.Ν.:  Πώς γίνεται να συγκινούν έναν νέον άνθρωπο τραγούδια που έχουν γραφτεί πριν από τριάντα και σαράντα χρόνια;

Ν.Κ.: Αυτό είναι ένα μεγάλο κομμάτι όσον αφορά τη μαγεία της μουσικής. Και δείχνει πόσο καλός μπορεί να είναι κανείς. Οταν μιλάμε για τον Μότσαρτ ή για τη βυζαντινή μουσική, που έχουν γραφτεί πολύ περισσότερα χρόνια πριν και αγγίζουν άπειρους ανθρώπους, το να συγκινεί ο Δήμος Μούτσης που σταμάτησε να γράφει πριν από είκοσι ή και λιγότερα χρόνια, είναι κάτι εντελώς φυσιολογικό. Το έργο του δηλαδή είναι πολύ πρόσφατο. Με τραγουδιστές μάλιστα που έχουν σοβαρή απήχηση ακόμη και σε παιδιά της ηλικίας μου, όπως η Μπέλλου, ο Μητροπάνος, η Πρωτοψάλτη. Βέβαια όταν γράφει ένας άνθρωπος γράφει πάντα σε σχέση με τα ακούσματά του, αλλά είναι και θέμα μαγκιάς να καταφέρει να έχει απήχηση σε όσο το δυνατόν περισσότερες γενιές.

Θ.Ν.: Κύριε Μούτση, συναισθηµατικά υπάρχει κάποιος που να σας λείπει;

Δ.Μ.: Μου λείπει ο Γκάτσος. Με τον Χατζιδάκι, αν και είχαμε πολύ μεγάλη σχέση, η σχέση αυτή τσακίστηκε γιατί τα μπέρδευε τα πράγματα και ήθελε τη σχέση αυτή μισομουσική, μισοσυναισθηματική και, παρελθόντων των ετών, αυτές οι σχέσεις χαλάνε. Ο Γκάτσος μού λείπει αλλά, προς Θεού, όχι ως στιχουργός. Τα καλύτερά του τραγούδια δεν τα έγραψε με μένα. Τα έγραψε με τον Χατζιδάκι και τον Ξαρχάκο, ελέω Λαμπρόπουλου που τον πίεζε, γιατί ο Λαμπρόπουλος συμπαθούσε ιδιαίτερα τον Ξαρχάκο. Ο Γκάτσος μού λείπει ως φίλος και ως συζητητής, ίσως εξαιτίας του να ωρίμασα ως άνθρωπος. Μου λείπουν οι φίλοι από τη νυχτερινή παρέα του Κολωνακίου. Ο Γιώργος ο Κούνδουρος με τις παραξενιές του και τα ευφυολογήματά του. Μόλις πέθανε άδειασε για μένα η πλατεία. Και τέλειωσε η ζωή της νύχτας στο Κολωνάκι. Και σήμερα βέβαια έχω φίλους. Τον Δημήτρη Νανόπουλο, μεγάλο κεφάλαιο για τη ζωή μου. Αισθάνομαι περήφανος που είναι φίλος μου και μιλάω μαζί του.

Θ.Ν.: Μέσα σε µια πλησµονή µουσικής παραγωγής, όπως αυτή του 2013, εσάς, κύριε Καργόπουλε, ποια µουσική σας ενδιαφέρει ιδιαίτερα;

Ν.Κ.: Μάλλον είμαι λίγο παρανοϊκός σε σχέση με αυτό το θέμα. Μπορεί μέσα σ’ ένα πρωινό να πάω από τη Σωτηρία Μπέλλου στο black metal και από την όπερα στον Γιάννη Κότσιρα. Ή να ακούσω τζαζ. Αν ακούσετε το τι γράφω ή το τι ακούω θα με κλείσετε στο τρελοκομείο.

Θ.Ν.: Κύριε Μούτση, δεν θεωρείτε επικίνδυνη µια τέτοια στάση για έναν νέον άνθρωπο;

Δ.Μ.: Καθόλου. Ψάχνεται ο άνθρωπος. Και δεν κινδυνεύεις να χαθείς, αν έχεις μέσα σου μια «σταθερή». Οπως το ποίημα του Καβάφη για τον Μύρη, που ήταν πρώτος σε όλα, στις διασκεδάσεις και στα άσεμνα ξενύχτια, όταν όμως κάποιος από την παρέα πρότεινε να κάνουν σπονδές στον πανωραίο Απόλλωνα, ο Μύρης έστρεψε αλλού το βλέμμα του και είπε «τη εξαιρέσει εμού». Δηλαδή όλα θα τα ακούσεις, όλα θα τα χαρείς, στο τέλος όμως αυτό που είσαι θα διαλέξεις. Γιατί αν σου λείψουν όλα, μισερός θα είσαι. Θα μου πεις, εμείς μισεροί είμαστε; Πολύ παιδευτήκαμε όμως για να μην είμαστε. Απόδειξη ότι προσωπικά έφαγα μια ζωή για κάτι που μπορεί και να μην το είχα επιλέξει. Ελπίζω ο Νίκος να μη χρειαστεί να το ζήσει αυτό.

Θ.Ν.: Κύριε Καργόπουλε, σκέφτεστε να σπουδάσετε µουσική στο εξωτερικό;

Ν.Κ.: Αν και φίλοι μου που έχουν πάει στο Βέλγιο και στην Αμερική για να σπουδάσουν μουσική μού μιλάνε ενθουσιαστικά, προσωπικά αντίστοιχες σπουδές θα τις έκανα ή θα τις κάνω μόνο στην Ελλάδα. Προπαντός όμως αν καταλάβω πως είναι κάτι που θα με βοηθήσει να μπορέσω να ζήσω. Διαφορετικά θα αφοσιωθώ στη Βιολογία και θα έχω τη μουσική ως χόμπι.

Θ.Ν.: Κύριε Μούτση, ως πρώτη συνέντευξη της σειράς «Ο δάσκαλός µου, ο µαθητής µου» είχε δηµοσιευτεί η συζήτηση του µεγάλου έλληνα φυσικού και φίλου µας Δηµήτρη Νανόπουλου µε έναν νεαρό µαθητή Λυκείου, τον Γιώργο Πεσµαζόγλου, που είχε οµολογήσει ότι επέλεξε τη Φυσική γιατί αποκαθίστασαι ευκολότερα επαγγελµατικά. Δεν σας ανατριχιάζει αυτή η απερίφραστα ωφελιµιστική διάθεση των νέων;

Δ.Μ.: Σήμερα ένας νέος άνθρωπος όπως ο Νίκος Καργόπουλος δεν μπορεί να σκέφτεται με το ρίσκο που σκεφτόμασταν εμείς. Γιατί δεν έχει καμιά ελπίδα. Προσωπικά είχα την ελπίδα να ρίξω το ζάρι που λέει ο λόγος, μεταφορικά, και να έρθουν εξάρες. Ξέρω ότι μιλάω χυδαία. Σήμερα ο Νίκος δεν έχει καμιά ελπίδα να φέρει εξάρες, με τίποτε. Δεν μπορεί λοιπόν να την παίξει τη ζωή του. Πρέπει να διαλέξει κάτι σίγουρο. Σήμερα δεν γίνεται να πεις «εγώ θα διαλέξω αυτό κι ας πεθάνω». Δεν το κάνει κανείς. Εγώ, για παράδειγμα, και ο κάθε «εγώ» της εποχής μου, με ταλέντο ή χωρίς ταλέντο, με τρέλα ή χωρίς τρέλα, μπορούσε να πει θα το επιλέξω και μπορεί και να κερδίσω. Σήμερα τι μπορεί να κερδίσεις; Τίποτε. Να περιμένεις, τι; Αυτή είναι η δυστυχία.

Θ.Ν.: Σε ποιον βαθµό πιστεύετε ότι η µουσική έχει βοηθήσει την ποίηση;

Δ.Μ.: Δεν ξέρω αν η μουσική έχει τη δική της ποίηση ή αν όσοι το επιχείρησαν έδωσαν μια ώθηση στην ποίηση. Ορκίζομαι ειλικρινά ότι δεν ξέρω αν ο λόγος βοήθησε τη μουσική ή αν η μουσική βοήθησε τον λόγο. Εκείνο όμως που με ανατριχιάζει είναι ότι μερικοί μουσικοί ήσσονος σημασίας έβαλαν το όνομά τους δίπλα σε πολύ σπουδαία ονόματα ποιητών, για παράδειγμα ο Σολωμός του τάδε και τρέχα γύρευε ποιος είναι ο τάδε. Ή ο Καβάφης που σούρθηκε όσο κανείς άλλος. Αλεξανδρινός γράφει για Αλεξανδρινό, μα τι σαχλαμάρες επιτέλους είναι αυτές. Ή για να πάρουμε έναν επιτυχημένο σε αυτό το είδος, τον Θεοδωράκη, που έκανε ένα καθόλου σπουδαίο ποίημα του Σεφέρη, ένα ποιηματάκι στην κυριολεξία, την «Αρνηση», ένα σπουδαίο τραγούδι. Ξέρετε, «Στο περιγιάλι το κρυφό» κτλ. Ποιηματάκι, να εξηγούμαστε σε σχέση με τα άλλα ποιήματα του Σεφέρη. Το ίδιο όμως είναι ένα μεγαλειώδες τραγούδι, που αποδεικνύει ότι δεν συμβαδίζουν τα δύο αυτά μεγέθη – ο λόγος με τη μουσική. Τι λέει αυτό; Λέει ότι ένα τραγούδι είναι συγκέρασμα του λόγου και της μουσικής, και δεν είναι απαραίτητο ούτε ο λόγος να είναι σπουδαίος ούτε η μουσική να είναι σπουδαία, αλλά και τα δύο μαζί μπορεί να κάνουν κάτι σπουδαίο. Δεν ξέρω αν σας απάντησα, τα έχω κι εγώ μπερδεμένα.

Θ.Ν.: Κύριε Καργόπουλε, εσείς τι είδους µουσική γράφετε;

Ν.Κ.: Δεν μπορώ να πω ότι έχω αρχίσει να συνθέτω κανονικά. Ολοκληρωμένα κομμάτια έχω γράψει πολύ λίγα. Αλλά οποιαδήποτε μουσική φράση μου έρχεται στο μυαλό, αυτοσχεδιάζοντας, κάθομαι στο πιάνο και την παίζω. Φτάνει να μου αρέσει. Τη γράφω και την ενορχηστρώνω, όποια και αν είναι η διάρκειά της. Είκοσι δευτερόλεπτα, είκοσι δευτερόλεπτα. Αυτή η διαδικασία μου αρέσει πάρα πολύ. Πήγαινα στο Ωδείο και μάθαινα μπουζούκι από πολύ μικρός, ήμουν ακόμη στο Δημοτικό. Μετά στο Γυμνάσιο, πήγα στο Μουσικό Σχολείο του Αλίμου. Τότε ασχολήθηκα και με άλλα όργανα, πιάνο, σαξόφωνο, αλλά και θεωρητικά. Θεωρητικά τόσο στην ευρωπαϊκή όσο και στη βυζαντινή μουσική.

Θ.Ν.: Κύριε Μούτση, να µιλήσουµε για τη συµφωνική σας µουσική;

Δ.Μ.: Τίποτε το συμφωνικό. Ενα έργο ξεκίνησα να κάνω, μια λειτουργία, όχι ως προς το αίσθημα το θρησκευτικό, ως προς τη μουσική φόρμα. Πάνω σε κείμενα του Ηράκλειτου. Με είχε βοηθήσει πολύ ο συχωρεμένος Ρένος Αποστολίδης. Με κάθισε κάτω και μου έκανε αρχαία, συντακτικό, μετάφραση. Μαγεύτηκα. Το ξεκινώ λοιπόν, γράφω, γράφω, γράφω, το τελειώνω. Πέντε μπαλάντες, δικοί μου οι στίχοι, τα κείμενα του Ηράκλειτου. Και ήρθα σε επαφή με κόσμο, καταλαβαίνετε, μη λέμε ονόματα τώρα, κλειστές οι πόρτες. Βέβαια τεράστιο έργο, δύο μεγάλες χορωδίες, μια συμφωνική ορχήστρα, γκρουπ. Εταιρεία δεν μπορούσε να την κάνει αυτή τη δουλειά, πολυέξοδη. Στο μεταξύ δώσ’ του το «Αξιον εστί», και πάλι το «Αξιον εστί», με εκατοντάδες άτομα χορωδία, σάμπως και δεν γινόταν να το τραγουδήσουν δέκα άτομα, για να μην πω ότι και δύο καλά θα το έλεγαν. Πέρασαν τα χρόνια και πώς δεν τις έσκισα τις παρτιτούρες ένας Θεός το ξέρει. Μου έμεινε ατέλειωτο μόνο το φινάλε. Τις δίπλωσα και τις έβαλα σε ένα συρτάρι. Και από την άλλη ακούω να παίζονται κάτι Μεγαλέξαντροι και κάτι ανισόρροπα πράγματα που είναι όλα πρίμο σεγκόντο, αισχρά πράγματα που κοροϊδεύουν τον κόσμο για να του παίρνουν τα λεφτά. Τι άλλο να πω, αυτή είναι η Ελλάδα. Θάπρεπε ο τόπος να σκαφτεί συθέμελα, μπας και φυτρώσει στο τέλος κανένα πράσινο δεντράκι. Τότε θα υπάρξει μια κάποια ελπίδα.

 

Επιστολή του Auguste Corteau ύστερα από τη συνέντευξή στο Θ. Νιάρχο στα ΝΕΑ

Μια επιστολή του Auguste Corteau‎ στο Δήμο Μούτση ύστερα από τη συνέντευξή που έδωσε στο Θ. Νιάρχο στα ΝΕΑ υπό τον τίτλο «o δάσκαλός μου ο μαθητής μου» στις 5 Οκτωβρίου 2013

6 Οκτωβρίου 2013

Ακριβέ μου Δήμο,

Διάβασα με προσοχή – αν όχι με κατάνυξη – την συνέντευξή σου, κι ομολογώ ότι μου άφησε μιαν αίσθηση πικρού, παραιτημένου μεγαλείου.
Προφανώς έχει να κάνει με το ότι είσαι άνθρωπος παθολογικά σεμνός (αν θεωρείς ότι έκανες ‘δέκα καλά τραγούδια’) και βλέπεις τον εαυτό σου – κάτι που κάνω κι εγώ – μέσα απ’ το πρίσμα των μεγάλων. Κάθε φορά που πιάνω στα χέρια μου ένα βιβλίο του Ναμπόκοφ, λόγου χάρη, τα δικά μου γραπτά φαντάζουν θλιβερή ματαιοπονία.
Επίσης, ακόμα κι αν διαφωνείς, είχες και έχεις μιαν απαράμιλλη σχέση με τον ποιητικό λόγο, είτε αυτός εκφράζεται ως υψηλής λεπταισθησίας στιχουργική (όπως του Τριπολίτη), είτε ως δωρικής βλοσυρότητας ποίηση (στην Τετραλογία, καλή ώρα).
Με απερίγραπτη χαρά έμαθα για πρώτη φορά για το συμφωνικό σου παρελθόν, και μάτωσε η καρδιά μου που η λειτουργία αυτή (και μάλιστα με οδηγό τον Ηράκλειτο) δεν υπάρχει στη δισκογραφία. (Βεβαίως το ίδιο ισχύει και με το σκορποχώρι που άφησε πίσω του ο ερίφης ο Χατζιδάκις – εντέλει εσείς οι δύο μοιάζετε πολύ, και μου θυμίζετε τον Σούμπερτ, που βαριόταν γρήγορα το εκάστοτε έργο και το παραπετούσε για να πιάσει ένα άλλο).
Πάνω απ’ όλα, η γλυκόπικρη νηφαλιότητα που αποπνέει ο λόγος σου – η σοφία, για να είμαι ακριβής – μ’ έκανε να σ’ αγαπήσω ακόμα πιο πολύ, όσο κι αν αυτό μου φαινόταν αδύνατον.
Κι εύχομαι απ’ τα βάθη της καρδιάς μου, ακόμα κι αν μια τέτοια ματιά έρχεται σε κόντρα με την ίδια σου τη φύση, να δεις μια μέρα τον εαυτό σου και το ανεκτίμητο έργο σου με το βλέμμα όλων ημών που τόσο σ’ αγαπάμε.

Μ’ ένα χαμόγελο ζεστό, σε φιλώ

Ο παντοτινά ευγνώμων φίλος κι αδελφός σου

 

Απάντηση του Δ. Μούτση στην επιστολή του Corteau

Καλέ μου φίλε σ ευχαριστώ! Με συγκινείς αφάνταστα μ αυτά που γράφεις αλλά και με μπερδεύεις συγχρόνως. Να συμφωνήσω μαζί σου και να χαμογελάσω επιτέλους ;;Ή να πω μέσα μου «μα τι λέει ο άνθρωπος …!» Λοιπόν ξέρεις κάτι ;; Τίποτα δε θα κάνω από τα δυό! Απλά θα μπήξω το άλμπενστόκ μου στο χώμα, θα κάνω χωνί τιςπαλάμες μου γύρω απο το στόμα και θα σου φωνάξω 3 φορές «Τυμφρηστός».…!Ύστερα, λέω να το βάλω στα πόδια τρέχοντας, και να πά΄να μείνω εις τα όρη, για να γλυτώσετε επιτέλους, κι εσείς από μένα κι εγώ απο σας κι ο κύριος Εμπειρίκος απ όλους μας!

O Δήμος Μούτσης μιλάει (για όλα) με το Φώντα Γκίκα στο Lifo gr

Με το Δήμο το Μούτση γνωριζόμαστε ακριβώς 5 χρόνια. Πολλά δεν τα λες, ούτε και λίγα, όπως θα έλεγε κι ο ίδιος. Τα “κύριε Μούτση” φρόντισε να μου τα κόψει από την πρώτη μέρα, βασική προϋπόθεση για να μετατραπεί ο θαυμασμός και το δέος σε οικειότητα ανάμεσα σε έναν άνθρωπο που ξέρει τι κάνει και σ’έναν που ακόμα ψάχνεται. Γνωρίζω το έργο του βαθιά, όχι εγκυκλοπαιδικά, απ’την αρχή μέχρι το τέλος. Κι ο Δήμος το αναγνωρίζει και το εκτιμά. Τόσο, ώστε αυτή η κουβέντα να μη λογίζεται έτσι απλά ως “συνέντευξη”, αλλά ως κοινή αναπνοή μεταξύ δυο καλών φίλων. Η συνάντηση έγινε στο σπίτι του στο Νέο Ηράκλειο, εκεί που -όπως ο ίδιος λέει και καμαρώνει- περνά τις περισσότερες ώρες. Απλός και κομψός, ντυμένος στα μαύρα και με το χαρακτηριστικό του καρώ φουλάρι. Καθήσαμε στο αναγνωστήριό του, ένα απ’τα -ιερά γι’ αυτόν- μέρη του σπιτιού του. Χαιρόταν που μ’έβλεπε μετά από πολύ καιρό, αλλά ήταν ‘σκασμένος’ για κάποιο λόγο.

¨Άσε με δεν είχα τηλέφωνο και ίντερνετ εδώ και 15 μέρες γιατί κάνουν κάτι έργα για τα όμβρια εδώ στο δρόμο σκάψανε, κόψανε το καλώδιο κι είχα σκάσει!¨

Τι σενοχλούσε περισσότερο; Το ότι δεν είχες τηλέφωνο Ή το ότι δεν είχες ίντερνετ;

Και τα δύο, κυρίως όμως, το πώς μου ξανάρθε το τηλέφωνο!

Δ η λ α δ ή ;;;

Τι δηλαδή! ¨Αθάνατη Ελληνική μου λεβεντιά¨, αλλά πάμε καλύτερα να πούμε τα δικά μας.

Να πάμε. Περνάς αρκετό χρόνο στο διαδίκτυο, σωστά;

Αρκετό…

Kυρίως στο youtube να φανταστώ.

Στο Internet αλλά ναι και στο Youtube! Ξεκινάω να δω κάτι και μόλις τελειώσει, συνειδητοποιώ ότι έχουν περάσει κάτι ώρες… Ήταν ένας κόσμος που μου ανοίχτηκε σε μια περίοδο που το είχα ανάγκη. Βλέπω πράγματα που ήθελα πολύ να τα ζήσω. Δεν έχω βέβαια παράπονο από τη ζωή μου αλλά δεν είναι και λίγο να βλέπεις τον Bernstein να διευθύνει! Μέσα στο σπίτι σου!!! Βέβαια, το youtube έχει ένα μεγάλο μειονέκτημα. Το αφτί σου συνηθίζει στον κακής ποιότητας ήχο. Γι’ αυτό μετά από πολλές ώρες καταφεύγω στο στερεοφωνικό μου για να “καθαρίσω” τ’αφτιά μου και να ακούσω τα ίδια πράγματα όπως πρέπει.

Παρακολουθείς, λοιπόν, πιο πολύ συμφωνική μουσική.

Φυσικά. Έργα με μεγάλους μαέστρους. Τον Kleiberg τον Furtwangler τον Bernstein που είπαμε και πριν. Έστω τον Κάραγιαν « άντε πάμε γιατί έχουμε και φωτογράφηση ». …

(………σκάω στα  γέλια όπως τα λέει…)

Μη γελάς, λένε, ότι όταν του είπαν να ξαναπαίξουν το 2ο μέρος απ το τριπλό κοντσέρτο του Μπετόβεν που ηχογραφούσαν ο Richter με τον Oistrakh το Rostropovich και τη Φιλαρμονική του Βερολίνου, αυτός τους απάντησε «Μα τώρα έχουμε κάτι πολύ σπουδαίο να κάνουμε. Φωτογράφηση!!!» Στο You tube επίσης ακούω και βλέπω το ιερά τέρατα, το Sviatoslav Richter πχ. το μεγαλύτερο πιανίστα ίσως μετά το Λίστ. Πιο πολύ βέβαια κοντσέρτα για βιολί. Έχω δυο αδυναμίες. Τον Oistrakh και τον Καβάκο. Κατά την προσωπική μου άποψη ο Oistrakh υπήρξε ο μεγαλύτερος βιολιστής του κόσμου ο Βασιλιάς!   Ο Λεωνίδας είναι ο κορυφαίος σήμερα. Και να σου πω στενoχωρήθηκα που δεν κέρδισε το Grammy. Όχι ότι μειώνει την αξία του φυσικά! Είναι φαινόμενο, από όποια πλευρά κι αν το δεις. Έχει μια ωριμότητα αξιοζήλευτη κι αυτή είναι που του δίνει την ευχέρεια να συνδυάζει άψογα την τεχνική με την ερμηνεία. Φιλοσοφεί αυτά που παίζει, νομίζεις ότι βρισκόταν δίπλα στο συνθέτη την ώρα που έγραφε το έργο. Και οι αναλύσεις που έκανε στο κοντσέρτο για βιολί του Brahms και κυρίως στις Σονάτες για βιολί και πιάνο του Beethoven είναι καταπληκτικές, και δείχνουν ότι έχει γνώση της μουσικής που υπηρετεί.   Τώρα τελευταία μάλιστα, διευθύνει κιόλας.

 

Κι ο Oistrakh;

Ο Oistrakh είναι ο βασιλιάς όπως σού είπα πριν. Είχε αυτό που λέμε “το πλήρες πακέτο”. Όχι όπως το εννοούν τα τηλεοπτικά talent shows (χαμογελάει ειρωνικα ). Αυτός ο πλήρης ο Ένας θα λέγαμε ο Συνδημιουργός

 

Εσύ μαθήτευσες στο πλευρό ενός επίσης σπουδαίου, του Yehudi Menuhin.

Κυρίως με την Πασκιούς, μια καθηγήτρια πούχε δίπλα του. O Menuhin ήταν δύστροπος, δύσκολος χαρακτήρας και σαν δάσκαλος και σαν άνθρωπος. Δε λέω,   μεγάλος βιολιστής, αλλά υπερεκτιμημένος, νομίζω. Όπως κι ο Itzak Perlman. Δε μπορώ, δηλαδή να τους συγκρίνω π.χ. με τον Kogan… Θέλω να σου πω, όμως, πάλι για τον Καβάκο. Δεν ξέρω αν θα διαβάσει τη συνέντευξη, αλλά θέλω να διορθώσω μια παρεξήγηση. Σε μια εκπομπή τηλεοπτική του είπαν ότι είχα πει ότι είναι ο μεγαλύτερος βιολιστής όλων των εποχών. Αν είναι δυνατόν! Μα λέγεται αυτή η κουβέντα ρε παιδιά, για έναν άνθρωπο 45 χρόνων πόσο είναι, άνθρωπο που μελετάει, που δημιουργεί που αναπτύσσεται ακόμα « όλων των εποχών;;;» Τι είναι;; ρέκορντμαν του επικοντώ ;;; Τέλος πάντων!

Παίζεις καθόλου βιολί;

Δεν έχω καν βιολί στο σπίτι μου !!!

Είναι γνωστό ότι από “σπόντα” κατέληξες να μάθεις αυτό τ όργανο :::

Ναι, βιολοντσέλο ήθελα να μάθω. Αλλά τα ‘φερε έτσι η τύχη κι έμαθα βιολί. Και το βιολί φαίνεται ότι μ αγάπησε περισσότερο απ’ όσο το αγάπησα εγώ.

Με τον Bob Marley και τη Ρέγγε πώς κόλλησες; Θέλω να πω, γιατί τώρα κι όχι στα τέλη του ’70 που ήταν στις δόξες της;

Τότε δεν έδινα πολλή σημασία, άκουγα άλλα πράγματα. Αφού να φανταστείς ο Μανώλης ο Σιδερίδης ο μπασίστας -του οποίου, παρεμπιπτόντως, το σόλο του μπάσου στις “Γκόμενες” είναι μοναδικό, στο υπογράφω!- μου ‘λεγε συνέχεια στις πρόβες να τζαμάρουμε να παίξουμε καμιά ρέγγε. “Δηλαδή;” του λεγα. Η κιθάρα στο ‘2’, το μπάσο στο ‘2’. “Τι είναι αυτά ρε παιδιά;”, τους έλεγα. Στην άρση, μου απαντούσε ο Άκης ο Τουρκογιώργης. Μου φαινόταν πολύ ξένο, δε μπορούσα να εξοικειωθώ. Πριν από λίγα χρόνια έτυχε να δω αυτό το project, το Playing for Change. Μου φάνηκε καταπληκτική ιδέα.

Μουσικοί απ’όλο τον κόσμο κι ο καθένας “στο δικό του κόσμο”, να παίζουν ξεχωριστά κι όλοι μαζί ένα τραγούδι. Είναι πανέμορφο. Ξεχώρισα μάλιστα και μια πολύ ωραία φωνή, μια Εβραία φοβερή τραγουδίστρια, την Tula. Λοιπόν, αυτοί έπαιξαν το “No more trouble” και το “One love”. Μαγεύτηκα! Κι αυτό ήταν η αφορμή για να δώσω μεγαλύτερη προσοχή στο Marley. To “One love” υπήρξε περίοδος που το άκουγα μανιωδώς 10 φορές τη μέρα. Ο Marley έχει μια γλυκύτητα, μια ευγένεια.   Θυμάμαι κάποια φίλη στο FB που μούχε γράψει, απ τις πολλές φορές που τον αναρτούσα, « καλός είναι κύριε Μούτση, αλλά να του πείτε να λούζεται και καμιά φορά»

Πολύ σ ερέςει επίσης και η μουσική του Gustavo Santaolalla.

Βέβαια! Πρέπει να σου πω ότι με δυο ταινίες έχω κλάψει στη ζωή μου. Με τον “Κύκλο των χαμένων ποιητών” και τα “Ημερολόγια Μοτοσικλέτας”. Και στα “Ημερολόγια Μοτοσικλέτας” ένας λόγος ήταν η μουσική του Santaolalla. Παίζει αυτή την κιθαρίτσα, το charango κι έχει πολύ χαρακτηριστικό ήχο. Κάνει μικρά, στενά μοτίβα, πολύ χαρακτηριστικά και τα “ξαπλώνει” στην ταινία με απίστευτο τρόπο. Έχει τρομερό δέσιμο και με την ορχήστρα του, τους Bajofondo. Είναι γοητευτική η μουσική του, πηγαία και κυρίως χωρίς φιοριτούρες. Δε μπορείς να πάρεις μια φράση, ένα κομμάτι. Ή θα την πάρεις όπως είναι ή δε θα την πειράξεις καθόλου.

Κάτι αντίστοιχο έχεις πει παλιότερα για το Μάρκο Βαμβακάρη.

Α μπράβο! Ένα πράμα απλό, τετράγωνο, στεγνό… Σα βράχος, πώς να στο πω. Κι είναι ένας βράχος στέρεος, γι’ αυτό και χτίστηκε πάνω του όλο το οικοδόμημα που λέμε “ελληνικό λαϊκό τραγούδι”.

Τώρα, λοιπόν, μπορείς να ακούς, να απολαμβάνεις περισσότερο τη μουσική, σε σχέση με την περίοδο όπου δημιουργούσες.

Δε μπορείς να δουλέψεις αλλιώς. Μπλέκονται όλα και είναι σα θόρυβος μέσα στο κεφάλι σου. Είναι σα να ρωτάς έναν συγγραφέα την περίοδο που γράφει “τι διαβάζεις;”. Οι επιλογές είναι μόνιμες και είναι πάντα εκεί.

Μιας και μιλάμε για το διάβασμα, παρατήρησα ότι στο σπίτι έχεις περισσότερα βιβλία, παρά δίσκους μουσικής και έπιπλα…! (γέλια)

Τα τελευταία χρόνια διαβάζω λιγότερο γενικά. Πιο πολύ διαβάζω ποίηση. Τα ίδια και τα ίδια κι όλο κάτι καινούριο ανακαλύπτω. Νομίζεις πως οι λέξεις έχουν κιτρινίσει απ’ το κοίταγμα. Αυτός ο πανμέγιστος ο Σολωμός, που κάθε του στίχος φτιάχνει ολόκληρη γλώσσα. Ο Καβάφης, που τον πεθάνανε φέτος, τον ρημάξανε….που να το πεις αυτό! Τέλος πάντων. Ο Ρεμπώ. Είναι μεγάλο πράμα να διαβάζεις τους ποιητές στη γλώσσα τους. Αγγλικά δεν έμαθα σχεδόν καθόλου παρόλο που έμεινα κάποιο χρόνο στην Αγγλία. Δεν τον αγάπησα αυτόν τον τόπο, είναι σα να μην πήγα ποτέ εκεί. Ούτε ξέρω καν πού βρίσκεται. Ξέρω όμως Γαλλικά, αγαπώ το Παρίσι θα έμενα άνετα εκεί. (Στα λέω χύμα, όπως μου ‘ρχονται, μη με παρεξηγείς). Επίσης διαβάζω Πάουντ στις μεταφράσεις του Σεφέρη. Ο Σεφέρης είν επίσης ένας μεγάλος ποιητής.

Ήσουν άλλωστε απ’τους πρώτους, μετά το Θεοδωράκη, που μελοποίησε ποίηση. Στην “Τετραλογία”. Και μάλιστα με τρόπο πρωτοποριακό. Με συνθεσάιζερ. Είχες ανέκαθεν καλές σχέσεις με τον ηλεκτρονικό ήχο.

Κοίταξε, το συνθεσάιζερ το χρησιμοποίησα περισσότερο για λόγους οικονομίας, ειδάλλως θα χρειαζόμουν πολύ μεγάλη ορχήστρα με πνευστά, θα ήταν υπερβολικά πολυέξοδη παραγωγή … Αλλά ναι παρακολουθούσα το ρεύμα, τους Pink Floyd πχ. Μ άρεσε πολύ το “Shine on you Crazy Diamond”. Έχει αυτό το ισοκράτημα στην εισαγωγή που είναι μαγικό. Πιο πολύ αγαπούσα, όμως, τους Procol Harum. Ο Γιώργος ο Νοταράς μου ‘χε φέρει το ομώνυμο άλμπουμ και είχα πάθει πλάκα. Πειραματιζόμουν όσο φτιάχναμε την “Τετραλογία” με το moog συνεχώς. Κι ερχόταν ο διευθυντής τότε ο Γιώργος ο Πετσίλας, με έβλεπε στο Στούντιο με τις ώρες να πειραματίζομαι με το συνθεσάϊζερ ψάχνοντας ήχους και με ρώταγε “Τελειώνουμε;” Τελειώνουμε, του λεγα, κι αυτός όπως ο Δεριγνύ στο Μακρυγιάννη “Tres bien” μου απαντούσε κι έφευγε ψιλοέντρομος από τα κόστη της παραγωγής !!!!!   Να σου πω και μια ιστορία για το moog να γελάσεις. To είχα ρυθμίσει στο σπίτι μου να βγάζει κάθε 15 λεπτά έναν ήχο σα γάτα. Η μάνα μου κένταγε στον καναπέ, εγώ κοιμόμουνα μέσα και το moog κάθε ένα τέταρτο έβγαζε τον ήχο και τρίζανε και τα τζάμια. Άρχιζε τότε να φωνάζει “ Ξύπνα ! Γάτα στο σπίτι” Κατά το «άνθρωπος στη θάλασσα». Και βάραγε τις καρέκλες.

Τώρα που το θυμήθηκα αν και δεν τόχα κατά νου, θάθελα να σε ρωτήσω για τον Άγ. Φεβρουάριο, μια και τον κυκλοφόρησε λέει φέτος σε βυνίλιο αναμνηστικό η Cobalt όχι δηλαδή ότι το πήραμε χαμπάρι αλλά λέμε. Ήθελα λοιπόν να σε ρωτήσω ένα δυο πραγματάκια xαρακτηριστικά να μου πεις αν θυμάσαι.

Το ένα που θυμάμαι είναι που μου λέγανε και καλά ότι η εισαγωγή έμοιαζε με την εισαγωγή του (Τζιζους Κραϊστ Σουπερ Σταρ), που όντως έμοιαζε! Κι εγώ απαντούσα ότι αυτό το καταλάβαινε κι ο πρώτος ηλίθιος, κι ότι το πρόβλημα ήταν από κει και πέρα! Kαι θυμάμαι θυμάμαι επίσης, και το Φίλιππα τον Παπαθεοδώρου σαν τον πιο προνομιούχο ¨παραγωγό¨ της εποχής, γιατί έπαιζε κιθάρα κι έβλεπε εμένα να φτιάχνω το δίσκο

 

Την “Τετραλογία” την έχεις χαρακτηρίσει ‘ενδιάμεσο’ έργο. Παρόλα αυτά, πολλοί πιστεύουν ότι είναι απ τα κορυφαία σου.

Έτσι πιστεύουν; Δε νομίζω. Υπάρχουν μετά απ αυτήν το « Φράγμα » σε στίχους του Κώστα του Τριπολίτη, Υπάρχει το « Ενέχειρο » το « Να! » ο « Ταξιδιώτης του παντός » το « για πούλημα λοιπόν » καθαρά προσωπικές και διαχρονικές ως απεδείχθη δουλειές μου. Ολόκληρη αυτή η 3η περίοδος είναι η σπουδαιότερη για μένα. Αλλά καλό είναι γι αυτήν εδώ Φώντα να ξαναβρεθούμε να μιλήσουμε ειδικότερα και λίγο πιο αναλυτικά. Αυτή η εποχή ήταν η καλύτερη της ζωής μου. Αξίζει τον κόπο!   Τώρα άντε πάμε από κεί που μείναμε, αν και….

Τι αν και… λέγαμε για την Τετραλογία

Το τι αρέσει βέβαια και το τι δεν αρέσει στον καθ ένα είναι δικό του θέμα . Για την “Τετραλογία” λοιπόν τι άλλο θες να σου πω… Μόνο άσχημες αναμνήσεις έχω που δε θα φύγουνε ποτέ από τη μνήμη μου, όσα χρόνια κι αν περάσουν! Θυμάμαι ας πούμε μια εκδήλωση για το Σεφέρη στο Μέγαρο.

Η Συναυλία ήταν με την Ορχήστρα των Χρωμάτων. Θα έπαιζαν και το “Γιουκαλίλι” και το “Κι αν ο αγέρας φυσά” και θα τραγουδούσε ο Μανώλης ο Μητσιάς. Ξαφνικά μου τηλεφώνησε ο Γιώργος ο Κουρουπός να κατέβω στην πρόβα γιατί κάτι δεν πήγαινε καλά. Απ την Ορχήστρα των Χρωμάτων είχαν βάλει έναν κάκιστο ενορχηστρωτή, (στενοχωρήθηκα πολύ γι αυτό). Ξεκινάει η πρόβα, ξεκινάνε να παίζουνε το “Γιουκαλλίλι”. Με μια εισαγωγή φρικτή !!! Ντάμπα ντούμπα κάτι Μπόγκος. Τρελάθηκα!!! Ο Μητσιάς, σα να μην έτρεχε τίποτα, άρχισε να τραγουδάει. Ή τη Γερακίνα τούπαιζαν ή το Γιουκαλλίλι, αυτός έβαλε μπρος κι όποιον πάρει ο χάρος,,,! Δεν άντεξα, πετάχτηκα επάνω και του φώναξα: “Τι κάνεις εκεί;;;; Δεν ακούς τι παιζουν;;;”.Απάντηση “Εγώ τι φταίω ;… Εγώ τραγουδιστής είμαι…   Μούρθε ζαλάδα.. Θυμήθηκα τις νύχτες που πέρασα γράφοντας στο πιάνο, και τις αμέτρητες ώρες στο στούντιο ηχογραφώντας με πόση προσοχή, για να φτάσω στο αποτέλεσμα που ήθελα, κι έβλεπα αυτή την κατάντια « εγώ τραγουδιστής είμαι » Σκέφτηκα προς στιγμήν να εξαφανιστώ ! Ύστερα είπα μέσα μου, πόσα τέτοια θάχουν υποστεί τα τραγούδια μου, – που πάει και τα τραγουδάει από δω κι από κει. Διορθώσαμε πρόχειρα όπως όπως κάτι ενορχηστρωτικά με τον Κουρουπό, κι έφυγα. Ήμουν τόσο άσχημα, που δε θυμάμαι ούτε μεγαλύτερη προσβολή νάχω υποστεί, ούτε σε χειρότερη θέση νάχω βρεθεί στη ζωή μου. Δεν το ξεπέρασα ποτέ. Ούτε θα το ξεπεράσω!!!

Κάτι τέτοιες στιγμές δεν μπορεί να σε φέρουν στο σκεφτικό να   ξαναδείς   να ξαναδουλέψεις   ένα δύο έργα σου απ’την αρχή;

Ναι, η μουσική μου γενικά είναι καλή όπως φτιάχτηκε και δεν επιδέχεται περαιτέρω πειραγμάτων. Όχι όμως όλες μου οι δουλειές. Είχα σκεφτεί πχ κάποια στιγμή να ξανακάνω μερικές δουλειές με τη φωνή του Δημήτρη του Ψαριανού. Κάτι συνέβη όμως και δεν προχώρησε το εγχείρημα. Θυμάμαι είχαμε ηχογραφήσει την “Τετραλογία” με την ορχήστρα της ΕΡΤ -επί εποχής Χατζιδάκι- το 77 ήταν νομίζω ή το 78. στο 3 ο. Ένας Ψαριανός μαγικός, μια αίσθηση τρομακτική. Ο Χατζιδάκης μου επέμενε. Αφού να φανταστείς στο τέλος οι μουσικοί είχαν σηκωθεί όρθιοι και χειροκροτούσαν. Η φωνή του Δημήτρη είχε τη δύναμη να με οδηγήσει και σε μια ενορχήστρωση τελείως διαφορετική. Είναι βλέπεις και μουσικός ο ίδιος παίζει κιθάρα κι αυτό τον βοηθάει να τραγουδάει αλλιώς πάνω στις αρμονίες. Τώρα έχω όμως άλλη λύση κατά νου. Ποιο καινούργια ποιο φρέσκια ειδικά για την Τετραλογία. Ίδωμεν που λένε

Ως δημιουργός υπήρξες αυστηρός με τους τραγουδιστές. Δε σου άρεσαν τα πολλά γυρίσματα και οι χρωματισμοί.

Ναι, γι’ αυτό και τους διάλεγα πολύ προσεκτικά και ήθελα να ερμηνεύουν με συγκεκριμένο τρόπο. Όχι από εγωϊσμό, όχι δηλαδή με την έννοια ότι πρέπει να είναι ντε και καλά “κάτω απ’το δημιουργό”, αλλά για να υπηρετούν πιστά το τραγούδι του όπως αυτός επιθυμεί, κι όχι όπως αυτοί θά ‘θελαν. Φαινομενικά είναι περιοριστικό για τους τραγουδιστές αλλά στο βάθος δεν είναι. Όταν το συνολικό αποτέλεσμα είναι καλό, αναγνωρίζονται εξίσου και οι δύο. Κι ο στιχουργός φυσικά, και ο παραγωγός κιοηχολήπτης και όλοι. Φώντα, εκπτώσεις στις ποιότητές σου δεν επιτρέπεται να κάνεις και να το θυμάσαι αυτό.

Ποιους τραγουδιστές εκτιμάς;

Αυτούς που σέβονται τα τραγούδια που τραγουδούν. Τέτοιος είναι ο Νταλάρας, για παράδειγμα. Τα τραγούδια που λέει τα τιμάει, τα ανεβάζει, προετοιμάζεται ώρες και μέρες, – είναι και φοβερός μουσικός ο ίδιος άλλωστε, δεν κοροϊδεύει – δεν κάνει αρπαχτές, κι αυτό που δίνει στον κόσμο αγγίζει τα όρια της τελειότητας. Αυτό ξέρω εγώ κι ας πα ΄να λένε !

Πώς και δε συνεργαστήκατε ποτέ; Λόγω του ότι ήταν σε άλλη εταιρεία;

Έτσι λέει ο ίδιος (γελάει) και εν μέρει έχει δίκιο,   κυρίως   όμως δε συνεργαστήκαμε γιατί νόμιζα ότι η φωνή του δεν ταίριαζε μ’αυτά που έγραφα τότε. Φοβάμαι όμως ότι έκανα λάθος!

Και λέω λάθος, γιατί κι αυτός καλύτερα τραγούδια θα είχε, κι εμένα τα τραγούδια μου, κατά πολύ «αξιοπρεπέστερη» τύχη θα είχαν.

Και η Χαρούλα;

Φοβερή τραγουδίστρια. Το ‘χω ξαναπεί. Η Χαρούλα βγάζει αυτό που έβγαζε κι

ο Μπιθικώτσης όταν τραγούδαγε. Αυτή την «τρυφερή ανημπόρια». Αυτό το «μοναδικό κράμα θαυμασμού για τον άνθρωπο» και «συμπόνιας για την ανεπάρκειά του» Δηλαδή τι άλλο; Αυτή τη βαθειά ουσία που διέκρινε όλη την Αρχαία Ελληνική τέχνη. Και η Βιτάλη είναι σπουδαία φωνή κι ο Λιδάκης! Κι η Δήμητρα η Γαλάνη κι η Πρωτοψάλτη. Αυτές οι δύο είναι και δικά μου παιδιά.

Πήρε το μάτι μου ένα cd μιας νεας τραγουδίστριας στο σαλόνι. Για τους νέους ερμηνευτές τι γνώμη έχεις;

Αξιοπρεπή παιδιά είναι οι περισσότεροι, αλλά δεν ξέρω… μου ακούγονται όλοι ίδιοι. Δεν έχω βρει κάποιον να με εντυπωσιάσει η χροιά του, ο ήχος του.

Ο Κώστας Τριπολίτης ήταν αυτός που σε παρακίνησε να τραγουδήσεις ο ίδιος κάποια τραγούδια στο “Φράγμα” κι αυτό ήταν η απαρχή για να συνεχίσεις στη δισκογραφία τραγουδώντας ο ίδιος τα τραγούδια σου. Πώς ένιωσες τραγουδώντας για πρώτη φορά;

(παίρνει μια βαθιά ανάσα και κλείνει τα μάτια του) Η μεγαλύτερη έκπληξη στην καριέρα μου ήταν η πρώτη βραδιά που τραγούδησα στο Καφεθέατρο. Τραγούδησα κομμάτια απ’ το “Φράγμα” και κάποια απ’ το “Ενέχυρο”, το οποίο δεν είχαμε ηχογραφήσει ακόμα. Το Καφεθέατρο γεμάτο, ο κόσμος ενθουσιασμένο χειροκροτούσε, φώναζε… Είπα τα τραγούδια δύο φορές. Όταν τέλειωσα πήγαμε στο γραφείο με τον Κώστα τον Τσατσούλη και μου έδωσε μέσα σε ένα φάκελο τα χρήματα. Όπως κράταγα το φάκελο μου φάνηκε λίγο φουσκωμένος. Πρώτη φορά μέσα σε τόσο λίγη ώρα είχα βγάλει τόσα πολλά χρήματα. Και μάλιστα λέγοντας δικά μου τραγούδια. Στιγμιαία κατάλαβα πόσο εύκολα είχα κάνει πλούσιους τόσους ανθρώπους οι οποίοι ξεπλήρωναν αυτή την υπόθεση μ’ ένα σκέτο “Ευχαριστώ” κι από δίπλα προσβολές όπως είπαμε πάρα πάνω Λίγο αργά, βέβαια, αλλά εντάξει. Μιλάμε για το 1982-3, είχα ήδη 15 χρόνια στη δισκογραφία.

Με ποιους καλλιτέχνες είχες την πιο ευχάριστη συνεργασία επί σκηνής;

Με τη Σοφία τη Βόσσου θυμάμαι περνούσαμε υπέροχα στις ζωντανές εμφανίσεις στο Καφεθέατρο. Είχε πολύ πλάκα κι έπαιζε και θαυμάσιο πιάνο. Με τη Γαλάνη καιτο Μητροπάνο επίσης, πολύ καλά παιδιά και οι δύο. Με το Δημήτρη τον Ψαριανό, καταπληκτικός καλλιτέχνης άνθρωπος και σπουδαίος κιθαρίστας επίσης. Μετά με τους μουσικούς… Με το Μανώλη το Σιδερίδη τον μπασίστα και τον Άκη τον Τουρκογιώργη, ή το Νίκο τον Καπιλίδη τον ντράμερ Φοβεροί μουσικοί και ωραίοι τύποι. Με το Στάμο το Σέμση στο Καφεθέατρο. Και μετά στα στούντιο είχα την ευτυχία να συνεργαστώ με κορυφαίους μουσικούς. Ο Κώστας ο Παπαδόπουλος, ας πούμε, ανυπέρβλητος. Ο Παπαδόπουλος, να ξέρεις, έπαιζε μπουζούκι, όλοι οι άλλοι είναι μπουζουξήδες.

Θα είχες όμως και άτυχες στιγμές.

Μεγάλη απογοήτευση ένιωσα στα μέσα του ’75, όταν έπαιξα στο φεστιβάλ της ΚΝΕ. Είχε δύο σκηνές. Στη μία παίζαμε απ την “Τετραλογία” Σεφέρη θυμάμαι,και στην άλλη έπαιζαν το “Καπνισμένο τσουκάλι”. Του Ρίτσου Εμείς είχαμε 10 άτομα από κάτω και στην άλλη σκηνή γινόταν διαδήλωση Χαμός! Στεναχωρήθηκα πολύ, κι εγώ και όλοι.

(κάνει μια μικρή παύση και ξαναπαίρνει βαθιά ανάσα)

Αν εξαιρέσεις τα πρώτα μου λαϊκά τραγούδια, μετά το ’70 όλες μου οι δουλειες αναγνωριστήκανε με μεγάλη καθυστέρηση. Δεν ευχαριστήθηκα την επιτυχία … πώς να στο πω… ζεστή! Κι είχα -ουκ ολίγες φορές- να αντιμετωπίζω και τις ‘ενστάσεις’ πολλών γι’ αυτά που έκανα. “τη γνώμη του καθενός” που λέω και στον ‘Ταξιδιώτη του παντός’. Το τι μαλακίες έχω ακούσει!

Ηχογραφούσαμε το “Ενέχυρο”, θυμάμαι, σ’ ένα στούντιο κάπου στο τέρμα της Καποδιστρίου και ερχόταν κόσμος και μου ‘λεγε “μα καλά ρε Δήμο, τι είναι αυτά που κάνεις;”. Άλλοι καλοπροαίρετα, άλλοι με θυμό… Λες και τους είχα σκοτώσει τη μάνα! Γράφαμε το “Γουώκμαν” θυμάμαι, κι ήρθε ένας γνωστός μου και μόνο που δε μ’ έβρισε! « Τι αμπελοφιλοσοφίες είναι αυτές »Κόντεψα να σκάσω. Κι ευτυχώς, η Σαββίνα η Γιαννάτου που μούκανε φωνητικά με καθησύχαζε και μούλεγε κάθε φορά «μη δίνεις σημασία, όλα καλά θα πάνε να το θυμάσαι.»

Καθυστέρησε, μεν, να αναγνωριστεί το έργο σου από το κοινό, ίσως, αλλά ο εν γένει καλλιτεχνικός κόσμος εκφραζόταν ανέκαθεν με τα καλύτερα λόγια. Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος είπε κάποτε ότι “ο Μούτσης δε γράφει συχνά, αλλά όταν γράφει κάτι αλλάζει στα   μουσικά πράγματα ”.

Ναι, είναι απ τα ωραία πούχω ακούσει για μένα. Όπως επίσης κι ένα σχόλιο που μου έκαναν στο Facebook για το “Γουώκμαν” – δε θυμάμαι ποιος. Έλεγε ότι κάποια τραγούδια όπως αυτό, γράφτηκαν για να ανήκουν διαρκώς στο σήμερα. Το γουώκμαν, η συσκευή εννοώ, ήταν απ’ τις πρώτες φορές που ο σύγχρονος άνθρωπος απομονώθηκε.

Όντως, πολλά τραγούδια σου είναι επίκαιρα και στις μέρες μας. Είναι επίκαιρα πάντοτε.

Γράφτηκαν για πράγματα που μας απασχολούσαν χρόνια πριν και θα συνεχίσουν να μας απασχολούν πιθανότατα. Ίσως γιατί οι πραγματικές αλήθειες είναι αιώνιες και ξέχωρες απ όλα.

Ακούω ξανά το ομώνυμο κομμάτι από το “Φράγμα” και αναρρωτιέμαι πώς είναι δυνατό να υπάρχει “ένα φράγμα μεταξύ μας στην επικοινωνία” με τόσα μέσα πια.

Ε, δεν υπάρχει; Το να μπορείς να συνομιλείς εύκολα και γρήγορα (και ταυτόχρονα!) με εκατοντάδες ανθρώπους δε σημαίνει ότι επικοινωνείτε επί της ουσίας κιόλας.

Πέρα από τη μουσική; Τι άλλο;

Διαβάζω όσο μπορώ (είπαμε, όχι όπως παλιά). Παρακολουθώ την ειδησεογραφία, βλέπω τηλεόραση… Δε μ’ αρέσουν αυτά τα αφοριστικά, τα “αααα εγώ την έχω κλείσει χρόνια”. Μ’ αρέσει να βλέπω και ταινίες στην τηλεόραση, στα κανάλια εννοώ, όχι να βάλω μία στο DVD. Μ’ αρέσει η αίσθηση του να βλέπω κάτι νιώθωντας και άλλους παρέα μου. Παρακολουθώ πολύ τα αθλητικά. Τέννις και ποδόσφαιρο ειδικότερα. Σκάκι δε δείχνουνε βλέπεις!!!

Είσαι επιφανής ΑΕΚτζής. Αν και Πειραιώτης…

Η ΑΕΚ είναι θέμα αγωγής, όχι καταγωγής. Πήγαινα και συχνά στο γήπεδο, τώρα πια ψιλοβαριέμαι. Η συγκλονιστικότερη εμπειρία μου ήταν στον τελικό του Κυπέλλου, το 2009, κι ας χάσαμε. Βλέπω και πολύ ξένο ποδόσφαιρο, όμως. Είμαι “μπαρτσελόνος” και δε χάνω ευκαιρία να δω το Μέσσι, όπως έβλεπα κάποτε το μεγαλύτερο παίχτη που γέννησε ποτέ το ποδόσφαιρο το Βασίλη το Χατζηπαναγή!!! Και θα δω και μουντιάλ, εννοείται, το καλοκαίρι και θέλω λόγω Μπαρτσελόνα να το πάρει ξανά η Ισπανία. Βλέπω και Τέννις, πολλά χρόνια. Είναι τα μόνα που έχω παίξει στη ζωή μου. Σκάκι και Τένις. Το άθλημα έχει αλλάξει τρομακτικά επίπεδο. Βλέπεις πια κάτι θεόρατους παίχτες που παίζουνε με ταχύτητες απίστευτες. Ο Τζόκοβιτς μ αρέσει, είναι Σέρβος, είναι πιο κοντά σε μας. Αλλά ο Βασιλιάς είναι ο Φέντερερ. Είναι ο μοναδικός που άγγιξε μέχρι τώρα  σχεδόν την τελειότητα.

(όση ώρα μιλάμε, σχεδιάζει διάφορα σ’ ένα χαρτί)

Ζωγραφίζεις, επίσης. Πολύ χαρακτηριστικά. Θα μπορούσες να γίνεις εξίσου αναγνωρισμένος ζωγράφος όπως μουσικός;

Έτσι έχουνε πει. Εγώ δεν ξέρω. Θεωρώ τον εαυτό μου έξυπνο άνθρωπο και νομίζω ότι θα τα κατάφερνα καλά αν καταπιανόμουνα με οτιδήποτε αγαπάω. Είμαι περήφανος, πάντως, και για τη μαγειρική μου αν θες να ξέρεις!   (χαμογελάει, παίρνει μια -τελευταία- βαθιά ανάσα) Άντεξα δυο πράγματα στη ζωή μου. Να μην κοροϊδέψω ποτέ κανένα, και να μην πέσω στη ρουτίνα.

Να σε ρωτήσω κάτι τελευταίο έτσι από περιέργεια;;;

Να με ρωτήσεις ό,τι θες

 

Τραγουδούσες, όπως σ έχω δει στο you tube, κι όπως μούχουνε πει, πάρα πολλές φορές, ίσως τις περισσότερες, με κλειστά τα μάτια;

Πολλές φορές ναι. Τις περισσότερες δηλαδή. Και με ρωτούσαν και τότε γιατί έχω τα μάτια μου κλειστά όταν με τραγουδούσα . Δεν ξέρω αν θα μπορέσω να σου γίνω πιστευτός ή κατανοητός, αλλά εκείνη την ώρα έκλεινα τα μάτια, ψάχνοντας μέσα μου μήπως και βρω καμιά καλύτερη λέξη που δεν είχα σκεφτεί, ή έστω μια καλύτερη νότα. Μπα! Ποτέ δε βρήκα άκρη. Τα τραγούδια μου τελικά, παρέμεναν πάντα πάνω από μένα!

 

Σ’ ευχαριστώ πολύ.