2012, 19 Μαΐου, Σάββατο πρωί, πήρα ένα ταξί από μια μικρή πιάτσα που ‘ναι μπροστά στα Έβερεστ, ακριβώς γωνία 3ης Σεπτεμβρίου και Χέυδεν. Άνοιξα την μπροστινή πόρτα ως συνήθως και κάθισα δίπλα στον οδηγό, που όμως καθώς έμπαινα τον πρόσεξα, γιατί ήταν λιγο περισσότερο του δέοντος ¨σβερκάς¨ με μια μαύρη κοντομάνικη μπλούζα κι ενα παντελόνι χακί παραλλαγής… Στρίψαμε μετά τον ΟΤΕ στην Δεριγνύ, για να βγούμε Πατησίων, κι απο κει θα ανεβαίναμε Αλεξάνδρας. Στη γωνία μας πέτυχε κόκκινο. Δεξιά ήταν παρκαρισμένο ένα βανάκι άσπρο και μπροστά του ακριβώς, μισός φαινόταν μισός όχι, ένας νεαρός μαυράκος, προτείνοντας τα σύνεργα με τα οποία καθάριζε τζάμια. Ξαφνικά νοιώθω τον οδηγό να στρέφει το τιμόνι κατά πάνω του πατώντας γκάζι. Ο ανθρωπάκος έντρομος έκανε ενα δύο σάλτους προς τα πίσω ανεβαίνοντας μάλλον στο πεζοδρόμιο και πηγαίνοντας προς το πίσω μέρος του βανν, κι εγώ πανικόβλητος και πιάνοντας τη λαβή της πόρτας φώναξα στον οδηγό « Τι κάνεις εκεί Χριστιανέ μου..!» Αυτός ψιλοχαμογέλασε και μη δίνοντάς μου καμιά σημασία κοίταξε προς τα πίσω απο το καθρεφτάκι και κάνοντας όπισθεν ολοταχώς προς τον μαυράκο, ψιθύρισε « Τώρα θα δεις τι θα κάνω…!» Πετάχτηκα έξω φοβισμένος, κάνοντας προς τα πίσω, δίπλα απο το ταξί. Ο μικρός ήδη έτρεχε κοντεύοντας να φτάσει στην 3η Σεπτεμβρίου, ο οδηγός ξανάκανε μπροστά σπινάροντας κι έστριψε δεξιά την Πατησίων με κόκκινο, ανάμεσα στα τρόλεϊ, τα λεωφορεία και τα ι.χ., που του κορνάρανε μανιωδώς. Όλα γίναν ξαφνικά μέσα σ’ ελάχιστα δευτερόλεπτα. Στη σύγχυση αυτή, αριθμό δεν πρόλαβα να πάρω.
1983 Αύγουστος. Κάποιοι με πλησίασαν με την πρόθεση να με πείσουν να κάνω μια συναυλία στο Λυκαβητό. Ενας απ’ αυτούς είχε τον κύριο λόγο κι έλεγε όλα τα γνωστά: Θα κάνουμε διαφήμιση, θα κάνουμε τούτο θα κάνουμε τα άλλο, κι εγω τον άκουγα σοβαρά, μη γνωρίζοντας ακόμα περί τίνος ανθρώπου επρόκειτο. Μου είπε λοιπόν συν τοις άλλοις κι ότι θα αναλάβει τα πάντα αυτός, οικονομικά, διαδικαστικά κλπ. Στο μεταξύ, προσφέρθηκε η ΕΡΤ αντί 450.000 δρχ. να μαγνητοσκοπήσει τη Συναυλία με σκηνοθέτη της ΕΡΤ τη Δάφνη Τζαφέρη κι εκφωνητή τον Γιώργο Παπαστεφάνου. Να σημειωθεί, ότι ο Μητσιάς, η Γαλάνη και μια νέα τραγουδίστρια η Ροζαλία, τραγούδησαν χωρίς αμοιβή σαν προσφορά προς εμένα, μια και για πρώτη φορά βρισκόμαστε μαζί στη σκηνή, απο τον καιρό που τους ανακάλυψα. Ξαφνικά, έρχεται ο οργανωτής και μου λέει ότι τα λεφτά της ΕΡΤ θα έβαζε να τα πάρει ένας τύπος που παρίστανε τον ¨κασκαντέρ¨ κι έτσι θα γλίτωνε την Εφορία. Μετράτε τώρα: το 1983, 450.000 δρχ. της ΕΡΤ. Ενας Λυκαβηττός τίγκα δεν έπεφτε καρφίτσα, οι τραγουδιστές απλήρωτοι κι εγώ εισέπραξα από τον οργανωτή, σαρανταοκτώ χιλιάδες δραχμές. Ακριβώς αυτό που βλέπετε, 48.000 δρχ. Κι όταν του είπα τι είναι αυτά, μου απάντησε κυνικότατα « οι καλλιτέχνες παίρνουν τη δόξα κι εμείς τα λεφτά». Φαίνεται όμως πως εκνευρίστηκα γιατί γύρισε και μού είπε «μη φωνάζεις γιατί εγώ δέρνω κιόλας». Φοβήθηκα! Είδα μπροστά μου έναν άλλο άνθρωπο. Έναν τύπο ικανό για όλα.
Μετά από λίγες μέρες ήρθε και το κερασάκι. Κάθε βράδυ άκουγα κι έβλεπα τα τραγούδια μου, ανάμεσα σε τσόντες από ένα κανάλι που λεγόταν ¨ψησταριές Λεωνίδας¨ και στο οποίο είχε πουλήσει τα δικαιώματα της μαγνητοσκοπημένης συναυλίας που ως οργανωτής είχε παραλάβει απ την ΕΡΤ. Δεν το ξεπέρασα ποτέ, κι ούτε πρόκειται να το ξεπεράσω! Πολύ πολύ αργότερα μάθαμε ότι ένα βράδυ βρέθηκε στο δρόμο διαλυμένος απ’ το ξύλο, με σπασμένα σχεδόν όλα του τα κόκαλα από συναδέλφους του της νύχτας, όπως ακούστηκε, γεγονός, για το οποίο έκατσε πολλούς μήνες στο νοσοκομείο. Όταν ανάρρωσε, είχε ασπρίσει ολόκληρος. Το εκρού του νεκρού που λένε. Αυτός ο κύριος σήμερα, βρέθηκε μπροστά μου να κοσμεί ένα ψηφοδέλτιο. Κι επειδή διαθέτει στο μάξιμουμ το μέγα προσόν να μην ντρέπεται, πήρε και τηλέφωνο να τον ψηφίσουμε λέει! Αυτός ο άνθρωπος λοιπόν, είναι υποψήφιος στο ψηφοδέλτιο μιας Αριστεράς που θέλει ν’ αλλάξει τον κόσμο και να κυβερνήσει τη χώρα. Κι αυτός μπορεί αύριο να είναι απ’ τους κυβερνώντες μας, να είναι ένας εκλεγμένος απ’ το λαό, βουλευτής της Αριστεράς!
Και τώρα πείτε μου εσείς σαν πιο ψύχραιμοι: Τι επιλογές μου δίνει αυτή η Δημοκρατία μας; Να είμαι με τον νεοναζί που κυνήγαγε μπρος πίσω να φάει τον μαυράκο; Ή με τον αντίστοιχο νεοπολιτικό τραμπούκο, που ‘φαγε εμένα και ποιός ξέρει και πόσους άλλους…