13 Μαρτίου, τελευταία Κυριακή των Απόκρεω, μεσημεράκι άνοδος της Κηφισίας ύψος Κολλεγίου Αθηνών. Τεράστιο τζίπ, σούρνει πίσω του βάρκα και μέσα δυό μασκαράδες τριαντάρηδες περίπου, κρατώντας σωσίβια. Ανοίγω το παράθυρο και φωνάζω:
-Τι έχετε ντυθεί ρε παιδιά;
-Πρόσφυγες!
Πάγωσα! Δεν πρόλαβα να δω τον αριθμό που χάθηκε από δίπλα μου ανάβοντας το πράσινο. Μόνο η ντροπή μού έμεινε και το αμάξι που σηκώνοντας τα πόδια μου απ τα πεντάλ τινάχτηκε κάπως και έσβησε η μηχανή. Στο μεταξύ βαράγανε από πίσω:
-Ξεκίνα μαλάκα νυχτώσαμε!
Αλλά εγώ αμέσως απαντώ μ αυτούς τους ακαριαίους τρόπους που με χαρακτηρίζουν. Ψάχνω στο μικρό τσεπάκι του τεραστίου αυτοκινήτου μου βρίσκοντας μια μικρή Γαλλική σημαιούλα, «Γκρέκο – Γκαλλία άει λόβγιου» κατεβάζω το τζάμι της πόρτας, βγάζω έξω τη χερούκλα μου και ψέλνοντας Ύμνους Εαρινούς μαζί και τη «Μασσαλιώτιδα» κι ανεμίζοντας τη σημαιούλα μου μπρός πίσω τους δείχνω ταπεινά να προσπεράσουν γιατί δήθεν έπαθα βλάβη! Το μοτίβο πίσω μου άλλαξε:
-Προχώρα ρε Καραγκιόζηηηηη.
Εγώ πάτησα μίζα και τραγούδησα έναν Όρνιθα «Εμπρός αρχίνα πες τους /γλυκά τους αναπαίστους»
-Ξεκόλλα ρε μαλάκαααα!
-Εμπρός αρχίνα πες τους / ξανά τους αναπαίστους – μέχρι που έβαλα το χέρι μου μέσα γιατί είχε παγώσει πια έξω. «Γκρέκο – Γκαλλία άει λόβγιου» και όλα ωραία και καλά αλλά όσο πέρναγε η ώρα κι η ψύχρα δυνάμωνε, θυμήθηκα ότι στ αμάξι υπήρχε ένα απ αυτά τα κασκόλ τα Burberry που καθόλου δε μ αρέσουνε και που φόραγε ο Βαρουφάκης (τόχε ξεχάσει ένα βράδυ πούχαμε βγει να φάμε). Τυλίχτηκα και συνέχισα να οδηγώ. Προχωρώντας όμως ένοιωσα ότι κάποιοι απόνα διπλανό αμάξι μούκαναν νόημα να μου μιλήσουν. Γυρνάω κατεβάζω παράθυρο κι ακούω από μια κυρία το εξής αμίμητο: «Αχ ίδιος είστε! Ίδιος ο κύριος Βαρουφάκης με μαλλιά..! Εγώ όμως ψοφάω για τον Chak-αλλλώτος!!!» Έβαλε όλη της την προφορά καθ ότι Υπουργός και φύγανε σπιντάροντας…!
Όλα αυτά τα ευτράπελα εγώ τα πέρασα με μισό χαμόγελο! Το μυαλό μου συνεχώς βρίσκονταν στη βάρκα μ αυτούς τους δυο αλήτες κι όλη τη συμμορία που σκέφτηκε το τραγικό αυτό «αστείο». Να τους πρόσεξε κανείς άλλος άραγε; Να πήρε τον αριθμό; Ποιος ξέρει! Εδώ δεν υπάρχουν λόγια, κι όπως λέω σ ένα τραγούδι μου [Είναι το τέλος, εκεί όπου / πονάει βαθειά η ψυχή του ανθρώπου!] Ας ορίσουμε τη μέρα λοιπόν, να κλείνουμε τα μάτια μας και να τους φτύνουμε νοερά. Θα τους πετύχουμε, δε γίνεται!