O Μούτσης για το Μάνο Ελευθερίου

Ο Μάνος Ελευθερίου δεν είναι μόνο ένας σπουδαίος συγγραφέας, είναι ένας «ευγενής δημιουργός». Έχει έναν τρόπο να μεταχειρίζεται το λόγο ακόμα και στις πιο σκληρές του εκφράσεις, μ έναν τρόπο που τον χαρακτηρίζει όχι ένας εστετισμός στολισμένος με «δαχτυλίδια και σπαθιά», αλλά μια ευγένεια γεμάτη από «κλαδευτήρια κι αλέτρια» που θάλεγε ο Νίκος ο Γκάτσος.

Αγέτης και ΔΑΠίτης

Εξεταστική περίοδος Α΄εξαμ. Φιλοσοφικής σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών. ΔΑΠίτης φοιτητής που όχι μόνο δεν είχε πατήσει το πόδι του, δεν ήξερε καν τη διεύθυνση της Σχολής, βρέθηκε να περνάει όλα τα μαθήματα και μάλιστα με βαθμό, τη στιγμή που σοβαροί φοιτητές είχαν κοπεί τουλάχιστον σε δύο. Στην ερώτηση δε: «ρε συ πως τα κατάφερες;» η απάντηση ήταν συγκεκριμένη: «υπάρχουν και διαρροές». «Το παιδί μας επιστήμων τελειώνει» που λέω και σ ένα τραγούδι μου. Eνα μπουμπούκι ένας νέος Μπουμπούκος. Και μια και το φέρ η κουβέντα, ο περί ού λόγος κύριος, ως άλλος Τσόμσκι ή Μπαμπινιώτης, μας δήλωσε τις προάλλες ασύστολα, ότι ο Ηγέτης – άκουσον άκουσον – παράγεται από το ρήμα «άγω»! (Αγέτης, Αγωγιάτης, Αγωγός, Ανάγωγος). Το ρήμα «ηγούμαι» του είναι άγνωστη λέξη, εξ ού και μέλλων Αντιπρόεδρος της κυβέρνησης του κυρίου Κούλη. Ο Μπουμπούκος -Αγέτης όμως, είχε πάρει προ πολλού το «άγω» του και είχε παράγει μια άλλη λέξη, τη λέξη «πράκτορας» στο χώρο της τέχνης. Από τους Ολυμπιακούς αγώνες ήδη θυμάμαι, είχε αρχίσει, επιλέγοντας με δικά του κριτήρια ως «καλλιτεχνικός πράκτορας» να στείλει τη μαγείρισσα-μαέστρο του να πάει να παίξει στην Κίνα το τίς οίδεν θεόπνευστο έργο της, αρπάζοντας ο γλωσσοφτιάχτης και ως «εισπράκτορας» την αμοιβή, πολλά λεφτά, και στέλνοντάς τα κατ ευθείαν έξω ως ελέχθη. Το θέμα ψιλοσυζητήθηκε και ψάξτε βρέστε! Έκτοτε, μόλις προκύψει μουσική εκδήλωση στο εξωτερικό – επιδοτούμενη και μάλιστα γερά – πρακτορεύει γιατί έτσι θέλει και στέλνει την κυρία Ευγενία του, κι αυτή με τις γνώσεις της εξ Αμερικής, (λες και με τη Γραμματική με το Συντακτικό και την Ορθογραφία γίνεσαι Συγγραφέας) τρέχει, ανεβαίνει στο πόντιουμ, στερεώνεται καλά (πόδια κλειστά ή ανοιχτά), τη βεργούλα ανά χείρας, και με μια κίνηση ανεξαρτήτως προς πάσαν κατεύθυνση μαγεύει με τις μουσικές της τους Ευρωπαίους, ως η καλύτερη της Ελλάδας και τους Έλληνες ως η καλύτερη της Ευρώπης! Δε βαριέσαι, και τι έγινε! Ας πά΄να λέω. Μήπως θα πάψει ο Πράκτωρ της τέχνης Αγέτης Μπουμπούκος συνάδελφος των Τσόμσκι – Μπαμπινιώτη να είναι αυτός που είναι και να λειτουργεί μ αυτό τον τρόπο; Αν είναι δυνατόν! Εδώ είπαμε τον κάνανε και Αντιπρόεδρο σε μέλλουσα κυβέρνηση. Ή το ΔΑΠίτικο μπουμπούκι που δεν ήξερε που πάν΄τα τέσσερα θ αλλάξει. Χαζός είναι ν αλλάξει; Ίσα ίσα που θα μασάει κι ό,τι θες για να του μοιάσει στην ομιλία! Ένα μπουμπούκι Μπουμπούκος μοιάζει με όνειρο ζωής, κι αυτό το στόχο θέλει να τον φτάσει, κι ίσως μια μέρα σίγουρα και να τον ξεπεράσει!

«Ζούλα σε μια βάρκα μπήκα» 13 Μαρτίου 2016

13 Μαρτίου, τελευταία Κυριακή των Απόκρεω, μεσημεράκι άνοδος της Κηφισίας ύψος Κολλεγίου Αθηνών. Τεράστιο τζίπ, σούρνει πίσω του βάρκα και μέσα δυό μασκαράδες τριαντάρηδες περίπου, κρατώντας σωσίβια.  Ανοίγω το παράθυρο και φωνάζω:
-Τι έχετε ντυθεί ρε παιδιά;
-Πρόσφυγες!
Πάγωσα! Δεν πρόλαβα να δω τον αριθμό που χάθηκε από δίπλα μου ανάβοντας το πράσινο. Μόνο η ντροπή μού έμεινε και το αμάξι που σηκώνοντας τα πόδια μου απ τα πεντάλ τινάχτηκε κάπως και έσβησε η μηχανή.  Στο μεταξύ βαράγανε από πίσω:
-Ξεκίνα μαλάκα νυχτώσαμε!
Αλλά εγώ αμέσως απαντώ μ αυτούς τους ακαριαίους τρόπους που με χαρακτηρίζουν. Ψάχνω στο μικρό τσεπάκι του τεραστίου αυτοκινήτου μου βρίσκοντας μια μικρή Γαλλική σημαιούλα, «Γκρέκο  – Γκαλλία άει λόβγιου» κατεβάζω το τζάμι της πόρτας, βγάζω έξω τη χερούκλα μου και ψέλνοντας  Ύμνους Εαρινούς μαζί και τη «Μασσαλιώτιδα» κι ανεμίζοντας τη σημαιούλα μου μπρός πίσω τους δείχνω ταπεινά να προσπεράσουν γιατί δήθεν έπαθα βλάβη!  Το μοτίβο πίσω μου άλλαξε:
-Προχώρα ρε Καραγκιόζηηηηη.
Εγώ πάτησα μίζα και τραγούδησα έναν Όρνιθα «Εμπρός αρχίνα πες τους /γλυκά τους αναπαίστους»
-Ξεκόλλα ρε μαλάκαααα!
-Εμπρός  αρχίνα πες τους  /  ξανά τους αναπαίστους – μέχρι που έβαλα το χέρι μου μέσα γιατί είχε παγώσει πια έξω.  «Γκρέκο – Γκαλλία άει λόβγιου» και όλα ωραία και καλά αλλά όσο πέρναγε η ώρα κι η ψύχρα δυνάμωνε, θυμήθηκα ότι στ αμάξι υπήρχε ένα απ αυτά τα κασκόλ τα Burberry που καθόλου δε μ αρέσουνε και που φόραγε ο Βαρουφάκης (τόχε ξεχάσει ένα βράδυ πούχαμε βγει να φάμε). Τυλίχτηκα και συνέχισα να οδηγώ. Προχωρώντας όμως ένοιωσα ότι κάποιοι απόνα διπλανό αμάξι μούκαναν νόημα να μου μιλήσουν. Γυρνάω κατεβάζω παράθυρο κι ακούω από μια κυρία το εξής αμίμητο: «Αχ ίδιος είστε! Ίδιος ο κύριος Βαρουφάκης με μαλλιά..! Εγώ όμως ψοφάω για τον Chak-αλλλώτος!!!» Έβαλε όλη της την προφορά καθ ότι Υπουργός και φύγανε σπιντάροντας…!

Όλα αυτά τα ευτράπελα εγώ τα πέρασα με μισό χαμόγελο! Το μυαλό μου συνεχώς βρίσκονταν στη βάρκα μ αυτούς τους δυο αλήτες κι όλη τη συμμορία που σκέφτηκε το τραγικό αυτό «αστείο». Να τους πρόσεξε κανείς άλλος άραγε; Να πήρε τον αριθμό; Ποιος ξέρει! Εδώ δεν υπάρχουν λόγια,  κι όπως λέω σ ένα τραγούδι μου [Είναι το τέλος, εκεί όπου / πονάει βαθειά η ψυχή του ανθρώπου!] Ας ορίσουμε τη μέρα λοιπόν, να κλείνουμε τα μάτια μας και να τους φτύνουμε νοερά. Θα τους πετύχουμε, δε γίνεται!