«Ζούλα σε μια βάρκα μπήκα» Δήμος Μούτσης 13 Μαρτίου

Τελευταία Κυριακή των Απόκρεω, μεσημεράκι άνοδος της Κηφισίας ύψος Κολλεγίου Αθηνών. Τεράστιο τζίπ, σούρνει πίσω του βάρκα και μέσα δυό μασκαράδες τριαντάρηδες περίπου, κρατώντας σωσίβια. Ανοίγω το παράθυρο και φωνάζω: -Τι έχετε ντυθεί ρε παιδιά; -Πρόσφυγες! Πάγωσα! Δεν πρόλαβα να δω τον αριθμό που χάθηκε από δίπλα μου ανάβοντας το πράσινο. Μόνο η ντροπή μού έμεινε και το αμάξι που σηκώνοντας τα πόδια μου απ τα πεντάλ τινάχτηκε κάπως και έσβησε η μηχανή. Στο μεταξύ βαράγανε από πίσω: -Ξεκίνα μαλάκα νυχτώσαμε! Αλλά εγώ αμέσως απαντώ μ αυτούς τους ακαριαίους τρόπους που με χαρακτηρίζουν. Ψάχνω στο μικρό τσεπάκι του τεραστίου αυτοκινήτου μου βρίσκοντας μια μικρή Γαλλική σημαιούλα, «Γκρέκο – Γκαλλία άει λόβγιου» κατεβάζω το τζάμι της πόρτας, βγάζω έξω τη χερούκλα μου και ψέλνοντας Ύμνους Εαρινούς μαζί και τη «Μασσαλιώτιδα» κι ανεμίζοντας τη σημαιούλα μου μπρός πίσω τους δείχνω ταπεινά να προσπεράσουν γιατί δήθεν έπαθα βλάβη! Το μοτίβο πίσω μου άλλαξε: -Προχώρα ρε Καραγκιόζηηηηη. Εγώ πάτησα μίζα και τραγούδησα έναν Όρνιθα «Εμπρός αρχίνα πες τους /γλυκά τους αναπαίστους» -Ξεκόλλα ρε μαλάκαααα! -Εμπρός αρχίνα πες τους / ξανά τους αναπαίστους – μέχρι που έβαλα το χέρι μου μέσα γιατί είχε παγώσει πια έξω. «Γκρέκο – Γκαλλία άει λόβγιου» και όλα ωραία και καλά αλλά όσο πέρναγε η ώρα κι η ψύχρα δυνάμωνε, θυμήθηκα ότι στ αμάξι υπήρχε ένα απ αυτά τα κασκόλ τα Burberry που καθόλου δε μ αρέσουνε και που φόραγε ο Βαρουφάκης (τόχε ξεχάσει ένα βράδυ πούχαμε βγει να φάμε). Τυλίχτηκα και συνέχισα να οδηγώ. Προχωρώντας όμως ένοιωσα ότι κάποιοι απόνα διπλανό αμάξι μούκαναν νόημα να μου μιλήσουν. Γυρνάω κατεβάζω παράθυρο κι ακούω από μια κυρία το εξής αμίμητο: «Αχ ίδιος είστε! Ίδιος ο κύριος Βαρουφάκης με μαλλιά..! Εγώ όμως ψοφάω για τον Chak-αλλλώτος!!!» Έβαλε όλη της την προφορά καθ ότι Υπουργός και φύγανε σπιντάροντας…! Όλα αυτά τα ευτράπελα εγώ τα πέρασα με μισό χαμόγελο! Το μυαλό μου συνεχώς βρίσκονταν στη βάρκα μ αυτούς τους δυο αλήτες κι όλη τη συμμορία που σκέφτηκε το τραγικό αυτό «αστείο». Να τους πρόσεξε κανείς άλλος άραγε; Να πήρε τον αριθμό; Ποιος ξέρει! Εδώ δεν υπάρχουν λόγια, κι όπως λέω σ ένα τραγούδι μου [Είναι το τέλος, εκεί όπου / πονάει βαθειά η ψυχή του ανθρώπου!] Ας ορίσουμε τη μέρα λοιπόν, να κλείνουμε τα μάτια μας και να τους φτύνουμε νοερά. Θα τους πετύχουμε, δε γίνεται!

Απάντηση περί πολιτισμού στον κ. Καβάκο 26 – 10 – 2015

Το σκέφτηκα καλά πριν σχολιάσω τα όσα δήλωσε κυρίως « περί πολιτισμού » στη συνέντευξή του με τη Ματούλα Κουστένη, στην Εφημερίδα των Συντακτών, ο Λεωνίδας Καβάκος. Tα περί πολιτικής τα αφήνω γιατί δεν ξέρω πώς ν απαντήσω έτσι όπως τοποθετήθηκε. Θα πω  βέβαια ότι ο Picasso όταν χρειάστηκε, ζωγράφισε τη Γκουέρνικα αντί να κλειστεί σ ένα αποστειρωμένο δωμάτιο φτιάχνοντας αριστουργήματα που δεν θ αφορούσαν κανέναν εκείνη τη στιγμή! Όμως αυτό είναι ένα κεφάλαιο για το οποίο θα μιλήσουμε μιαν άλλη φορά.
Επί του θέματος λοιπόν! «Χωρίς τα αρχαία μας μνημεία τι σχέση έχουμε με τον πολιτισμό»
Δεν κατάλαβα πώς βρέθηκε έτσι ξαφνικά εκτεθειμένος, ένας άνθρωπος που ξέρω καλά πως τα προσέχει τα λόγια του και βασανίζει πολύ το μυαλό του πριν πει κάτι και μάλιστα τόσο σοβαρό. Nα είδε κατά τύχην τα τηλεοπτικά σποτ της ΕΡΤ3 που προβάλλει μονίμως μεταξύ άλλων και κάποιους χαριεντιζόμενους και «φερόμενους» ως μουσικούς; Και πού τους ξέρει!  Άλλωστε  αυτό δεν δημιουργεί και καμιά πολιτιστική  υποβάθμιση,  πολιτική δημιουργεί. Σκέφτομαι λοιπόν τι νάναι αυτό που θα μπορούσε να κάνει έναν άνθρωπο να πει μια τόσο βαρύγδουπη κουβέντα. Να πω τη μαύρη μου αλήθεια τίποτα. Λοιπόν ΕΧΟΥΜΕ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ αγαπητέ Λεωνίδα. Αν δεν είμαστε ικανοί πολλές φορές να «τον έχουμε ο καθένας», είναι μια άλλη υπόθεση. Υπάρχει όμως και λειτουργεί. Μας θρέφει υπόγεια, μυστικά, έστω κι αν δεν το καταλαβαίνουμε. Δεν είναι μόνο τα μάρμαρα. Είναι κι ο Τερζάκης, ο Παναγιωτόπουλος, o Παπανούτσος, αυτές οι  τεράστιες μορφές των γραμμάτων στις μέρες μας, που διαμόρφωσαν τη γλώσσα μας. Ο Σεφέρης, ο Ελύτης 2 Νόμπελ Ποίησης. Ο Εμπειρίκος, ο Σαχτούρης ο Ρίτσος, ο Εγγονόπουλος, ποιητές παγκόσμιας  ακτινοβολίας. Ο Παρθένης, ο Γκίκας, οΤσαρούχης,
O Μόραλης, ο Αλέκος Φασιανός. Ο Γιώργος Κουρουπός. O σπουδαίος Δημήτρης Σγούρος, και σύ ο κορυφαίος, αλλά και πόσοι άλλοι εκλεκτοί, που ίσως ξεχνάω! Δεν έχουμε λοιπόν μόνο τα «μάρμαρα», τα αρχαία μας «μνημεία» και μετά το χάος αγαπητέ μου βιρτουόζε! Κάτι έχουμε και πέρα απ αυτά. Κι όχι απλώς κάτι. Πολλά! Πολλά από κείνα που συνθέτουν αυτό που λέμε ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ και που εσύ αμφισβητείς ή που θες ν αμφισβητείς αν υπάρχει σήμερα. Λοιπόν υπάρχει! Eμείς άλλωστε τον νοιώθουμε στο πετσί μας από φύση, ζώντας τα μοιρολόγια κι όχι τα τραγούδια του γάμου. Σου λέει κάτι αυτό; Έτσι ειν η Ελλάδα, και σ αυτή την Ελλάδα ζούμε.  Στο τραγικά αυτό ωραίο πέτρινο ακρωτήρι,  εδώ κάπου στη Μεσόγειο.

Με ποιόν δεν είμαι

2012, 19 Μαΐου, Σάββατο πρωί, πήρα ένα ταξί από μια μικρή πιάτσα που ‘ναι μπροστά  στα Έβερεστ, ακριβώς γωνία 3ης Σεπτεμβρίου και Χέυδεν. Άνοιξα την μπροστινή πόρτα ως συνήθως και κάθισα δίπλα στον οδηγό, που όμως καθώς έμπαινα τον πρόσεξα, γιατί ήταν λιγο περισσότερο του δέοντος ¨σβερκάς¨ με μια μαύρη κοντομάνικη μπλούζα κι ενα παντελόνι χακί παραλλαγής… Στρίψαμε μετά τον ΟΤΕ στην Δεριγνύ, για να βγούμε Πατησίων, κι απο κει θα ανεβαίναμε Αλεξάνδρας.  Στη γωνία μας πέτυχε κόκκινο. Δεξιά ήταν παρκαρισμένο ένα βανάκι άσπρο και μπροστά του ακριβώς, μισός φαινόταν μισός όχι, ένας νεαρός μαυράκος, προτείνοντας τα σύνεργα με τα οποία καθάριζε  τζάμια. Ξαφνικά νοιώθω τον οδηγό να στρέφει το τιμόνι κατά πάνω του πατώντας γκάζι. Ο ανθρωπάκος έντρομος έκανε ενα δύο σάλτους προς τα πίσω ανεβαίνοντας μάλλον στο πεζοδρόμιο και πηγαίνοντας προς το πίσω μέρος του βανν, κι εγώ πανικόβλητος και πιάνοντας τη λαβή της πόρτας φώναξα στον οδηγό « Τι κάνεις εκεί Χριστιανέ μου..!» Αυτός ψιλοχαμογέλασε και μη δίνοντάς μου καμιά σημασία κοίταξε προς τα πίσω απο το καθρεφτάκι και κάνοντας όπισθεν ολοταχώς προς τον μαυράκο, ψιθύρισε « Τώρα θα δεις τι θα κάνω…!»  Πετάχτηκα έξω φοβισμένος, κάνοντας προς τα πίσω, δίπλα απο το ταξί. Ο μικρός ήδη έτρεχε κοντεύοντας να φτάσει στην 3η Σεπτεμβρίου, ο οδηγός ξανάκανε μπροστά σπινάροντας κι έστριψε δεξιά την Πατησίων με κόκκινο,  ανάμεσα στα τρόλεϊ, τα λεωφορεία και τα ι.χ., που του κορνάρανε μανιωδώς.  Όλα γίναν ξαφνικά μέσα σ’ ελάχιστα δευτερόλεπτα. Στη σύγχυση αυτή, αριθμό δεν πρόλαβα να πάρω.

1983 Αύγουστος. Κάποιοι με πλησίασαν με την πρόθεση να με πείσουν να κάνω μια συναυλία στο Λυκαβητό. Ενας απ’ αυτούς είχε τον κύριο λόγο κι έλεγε όλα τα γνωστά: Θα κάνουμε διαφήμιση, θα κάνουμε τούτο θα κάνουμε τα άλλο, κι εγω τον άκουγα σοβαρά, μη γνωρίζοντας ακόμα περί τίνος ανθρώπου επρόκειτο. Μου είπε λοιπόν συν τοις άλλοις κι ότι θα αναλάβει τα πάντα αυτός, οικονομικά, διαδικαστικά  κλπ. Στο μεταξύ, προσφέρθηκε η ΕΡΤ αντί 450.000 δρχ. να μαγνητοσκοπήσει τη Συναυλία με σκηνοθέτη της ΕΡΤ τη Δάφνη Τζαφέρη κι εκφωνητή τον Γιώργο Παπαστεφάνου. Να σημειωθεί, ότι ο Μητσιάς, η Γαλάνη και μια νέα τραγουδίστρια η Ροζαλία, τραγούδησαν χωρίς αμοιβή σαν προσφορά προς εμένα, μια και για πρώτη φορά βρισκόμαστε μαζί στη σκηνή, απο τον καιρό που τους ανακάλυψα. Ξαφνικά, έρχεται ο οργανωτής και μου λέει ότι τα λεφτά της ΕΡΤ θα έβαζε να τα πάρει ένας τύπος που παρίστανε τον ¨κασκαντέρ¨ κι έτσι θα γλίτωνε την Εφορία. Μετράτε τώρα: το 1983, 450.000 δρχ. της ΕΡΤ. Ενας Λυκαβηττός τίγκα δεν έπεφτε καρφίτσα, οι τραγουδιστές απλήρωτοι κι εγώ εισέπραξα από τον οργανωτή, σαρανταοκτώ χιλιάδες δραχμές.  Ακριβώς αυτό που βλέπετε, 48.000 δρχ.  Κι όταν του είπα τι είναι αυτά, μου απάντησε κυνικότατα « οι καλλιτέχνες παίρνουν τη δόξα κι εμείς τα λεφτά». Φαίνεται όμως πως εκνευρίστηκα γιατί γύρισε και μού είπε «μη φωνάζεις γιατί εγώ δέρνω κιόλας». Φοβήθηκα! Είδα μπροστά μου έναν άλλο άνθρωπο. Έναν τύπο ικανό για όλα.

Μετά από λίγες μέρες ήρθε και το κερασάκι.  Κάθε βράδυ άκουγα κι έβλεπα τα τραγούδια μου, ανάμεσα σε τσόντες από ένα κανάλι που λεγόταν  ¨ψησταριές Λεωνίδας¨ και στο οποίο είχε πουλήσει τα δικαιώματα της μαγνητοσκοπημένης συναυλίας που ως οργανωτής είχε παραλάβει απ την ΕΡΤ.  Δεν το ξεπέρασα ποτέ, κι ούτε πρόκειται να το ξεπεράσω! Πολύ πολύ αργότερα μάθαμε ότι ένα βράδυ βρέθηκε στο δρόμο διαλυμένος απ’ το ξύλο, με σπασμένα σχεδόν όλα του τα κόκαλα από συναδέλφους του της νύχτας, όπως ακούστηκε, γεγονός, για το οποίο έκατσε  πολλούς μήνες στο νοσοκομείο. Όταν ανάρρωσε, είχε ασπρίσει ολόκληρος. Το εκρού του νεκρού που λένε. Αυτός ο κύριος σήμερα, βρέθηκε μπροστά μου να κοσμεί ένα ψηφοδέλτιο. Κι επειδή διαθέτει στο μάξιμουμ το μέγα προσόν να μην ντρέπεται, πήρε και τηλέφωνο να τον ψηφίσουμε λέει! Αυτός ο άνθρωπος λοιπόν, είναι υποψήφιος στο ψηφοδέλτιο μιας Αριστεράς που θέλει ν’ αλλάξει τον κόσμο και να κυβερνήσει τη χώρα. Κι αυτός μπορεί αύριο να είναι απ’ τους κυβερνώντες μας, να είναι ένας εκλεγμένος απ’ το λαό, βουλευτής της Αριστεράς!

Και τώρα πείτε μου εσείς σαν πιο ψύχραιμοι: Τι επιλογές μου δίνει αυτή η Δημοκρατία μας; Να είμαι με τον νεοναζί που κυνήγαγε μπρος πίσω να φάει τον μαυράκο; Ή με τον αντίστοιχο νεοπολιτικό τραμπούκο, που ‘φαγε εμένα και ποιός ξέρει και πόσους άλλους…

Μια απόπειρα αυτογνωσίας

1 Μαρτίου 2012 ·

Σας τόχα πεί. Αναθεματισμένοι βλάκες…! ΜΙΑ ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑΣ (Αναδημοσίευση απ το aixmi.gr)

Δεν ξέρω τι μου συμβαίνει τώρα τελευταία, αλλά μ’ έχει πιάσει μια πλήρης αδράνεια.

Σαν να έφτασα πρόωρα στο τέρμα μιας διαδρομής που ήλπιζα κάπως αλλιώς να  τελειώσει. Παρακολουθώ τα γεγονότα βέβαια με θλίψη, αλλ’ αυτό το συναίσθημα δε μου είναι κάτι το πρωτόγνωρο. Τόχα από χρόνια πριν και φαντάζομαι δεν είμαι ο μόνος. Τόχα από τότε πούγραφα το «Γουόκ μαν» και το «Για πούλημα λοιπόν», βλέποντας αυτή την άβυσσο της πολιτικής, πολιτιστικής και πνευματικής ξεπεσούρας.  Αυτή τη λατρεία προς ό,τι το ευτελές κι αυτή την αναξιοκρατία σ’ όλο της το μεγαλείο, νάχουν κατακλύσει τα πάντα στη ζωή μας.  Πρωτοσέλιδα, κανάλια, εκδηλώσεις, συζητήσεις επί συζητήσεων, γεμάτες ως επί το πλείστον απο παραπληροφόρηση.  Βήμα συνήθως σ’ αυτούς που δεν είχαν να πουν τίποτα, παρεκτός απ’ το να καλύπτουν με όμοιες πάντα σοβαροφανείς κουβέντες ένα συγκεκριμένο χρόνο ή με κενές λέξεις ένα συγκεκριμένο χώρο.

Χρόνια τώρα το ίδιο βιολί και πάει λέγοντας.  Όμως διόλου δε μας πείραζε. Ίσα ίσα, μάλιστα, που τα επικροτούσαμε κι όλας σε τέτοιο σημείο, που άμα κάποιος  «ανθρωπάκος» πήγαινε να πει κάτι σοβαρό ή δεν έβρισκε βήμα, το πιθανότερο, ή το πολύ πολύ ως «γραφικός», αντιμετώπιζε μια κατάσταση του στυλ «Άντε, πες το ποίημα σου και τέλειωνε, να κάνουμε κι εμείς τη δουλειά μας ». Κι η δουλειά ήταν αυτή που εκούσια ή ακούσια προετοίμαζε το επερχόμενο.  «Αξίζεις; Θα σε κοντύνω να μη φαίνεσαι. Θα φωνάξω πιο δυνατά να μην ακούγεσαι, δεν έχει σημασία τι θα πω, δε με νοιάζει και κυρίως δεν ντρέπομαι, φτάνει να μην υπάρχεις εσύ, και δεν πρέπει να υπάρχεις, γιατί ξέρεις ποιος είμ’ εγώ ρε;»  Εντάξει, δεν ξέρω αλλά υποθέτω. Μάλλον είσαι αυτός που έστειλε τον Ανατολάκη στη Βουλή και γύρισε την πλάτη στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Ο νεοέλληνας που μόλις το πρόβλημα ξέφυγε απ’ την «πολυτέλεια της περισπωμένης» κι έπεσε στην τσέπη μας, τότε ως διά μαγείας σκίρτησε μέσα του ένας αχταρμάς αρχαίων προγόνων και Τζίπ, ΔΕΗ και πολιτισμού, Εφορίας, Σύνταξης και ιστορίας, όλα μαζί. Κι έτσι όπως τούρθαν απότομα, τα πήρε κι αυτός στο κρανίο που λένε, και μισοέντρομος  μισοπερήφανος και αγανακτισμένος, κατέβηκε στο Σύνταγμα.

Λαός να δούν τα μάτια σου. Άνθρωποι κάθε λογής, κάθε χρώματος φύλου και ηλικίας, όλοι εκεί. Άλλοι καθισμένοι στις σκάλες και στα πεζούλια κι άλλοι όρθιοι με το βλέμμα στραμμένο προς τη Βουλή, να συζητούν να συμφωνούν και να δείχνουν.

«Αλήθεια! Τι ομορφιά μπορεί νάχει αυτός ο κόσμος – όταν θέλει!» Είπα! Αλλά πριν προλάβω καλά καλά να σώσω τα λόγια μου, συνέβη το αναπάντεχο. Κάποιος εξ ημών, που κανείς μέχρι στιγμής δεν τον είχε προσέξει, ήρθε στα καλά του καθουμένου, στήθηκε μπροστά μας και κουνώντας επιδεικτικά το δάχτυλό του, άρχισε να φωνάζει: «Κάμερα σε μένα! Ο καιρός γαρ εγγύς, τόμος ένα και δύο!» Κανονικός φαινόταν, αλλά μου την έδωσε ο τρόπος του. Εγωισμός; Όπως θέλετε πείτε το αλλά εγώ δεν κρατήθηκα. Στήθηκα, λοιπόν, καμαρωτός  καμαρωτός, ύψωσα τα χέρια μου προς τον ουρανό και κοιτώντας στο πουθενά βροντοφώναξα: «Έϊβαλα! Έϊβαλα!…» Δεν ξέρω γιατί τόπα, έτσι μούρθε, αυτό όμως που ακολούθησε δεν περιγράφεται. Μιά ομάδα έξαλλων ανθρώπων όρμησε προς την πλατεία αλαλάζοντας: «Όταν εμείς χτίζαμε Παρθενώνες, το Δού Νού Τού σκαρφάλωνε στα δέντρα…! Στα δέντρα εσείς; Παρθενώνες εμείς!»  Ένας άλλος μόνος του συμπλήρωνε: «Κι ο Αλλάχ θα βοηθήσει!».

Ο δικός μου στο μεταξύ είχε αλλάξει μοτίβο: «Νεφελίμ, Ελλοχίμ, τακ τακ σκληρό εξώφυλλο!»  Ξοπίσω μια άλλη ομάδα ερχόταν επαναλαμβάνοντας με έμφαση για το δίκιο του εργάτη, κι η ατμόσφαιρα τελικά άρχισε να ζεσταίνει. Πήρανε μπρός και τα τραγούδια.  Σιγανά, ταπεινά και τρυφερά τραγούδια, μαζί με θούρια, παιάνες και ύμνους βυζαντινούς. «Όλα ωραία και μεγάλα φωτισμένα!…»

Όλα, εκτός απ τα Ματ, που αγρίεψαν λόγω Μουσικής κι ορμήσανε κραυγάζοντας: «Σκασμός!»

Το πλήθος αντιστάθηκε: «Γαμώ τη μάνα σας!…»

«Όχι τέτοια, όχι τέτοια!» συνέστησαν οι πιο ψύχραιμοι.

Σιγά σιγά, οι περισσότεροι γυρίσαμε στα σπίτια μας. Κάποιοι άλλοι πήγαν και κάψανε γι ακόμα μια φορά την Αθήνα, κι οι υπόλοιποι, λέει, πήραν το Δάνειο.

ΥΓ: Φοβάμαι γιατί η νύχτα πούρχεται είναι μεγάλη, κι εγώ μένω ακόμα να βασανίζομαι        κολλημένος σε μια φράση από τη «Χώρα των τυφλών» του H.G.Wells: «Σας τόχα πεί. Αναθεματισμένοι βλάκες!…»

Εξάρχεια, Σάββατο 14 Μαΐου 2011

Γωνία Καλλιδρομίου και Χ. Τρικούπη, υπάρχει ένα παλιό και γνωστό καφενείο ¨η Μουριά¨ που χρόνια τώρα κυρίως τα Σάββατα, μαζεύει κόσμο υποτίθεται με άποψη, ή τουλάχιστον έτσι φαίνεται. Εγώ συχνά πυκνά κατεβαίνω εκεί, γιατί επιπλέον μπροστά στη ¨Μουριά¨ και σε όλο το μήκος της Καλλιδρομίου, γίνεται και μια απ τις καλύτερες και μεγαλύτερες Λαϊκές με μπόλικη πραμάτια και πολύ κόσμο, κι εμένα κάτι τέτοια να πω τη μαύρη μου αλήθεια μ αρέσουνε. Έτσι λοιπόν αυτό το Σάββατο αποφάσισα να κατέβω.
Ήταν περίπου 12.30, όταν ανεβαίνοντας τη Χ. Τρικούπη και βρισκόμενος στο ύψος του πεζόδρομου της Μεθώνης κάπου 50 μέτρα πρίν την Καλλιδρομίου, ακούω μια τρομερή έκρηξη, με φλόγες, καπνό και φωνές. Πλησιάζοντας, βλέπω μια μηχανή πεσμένη στο ρείθρο του πεζοδρομίου μπροστά στο καφενείο, λαμπαδιασμένη, κι η φωτιά από την έκρηξη να κατευθύνεται προς τους γωνιακούς ανθοπώλες, καίγοντας ανθρώπους και τέντες.

Χώθηκα γρήγορα μες στο καφενείο, όπου από μιαν άκρη κοίταζα έντρομος τον απέναντι ψαρά και τον κρεοπώλη, να προσπαθούν με ντενεκέδες γεμάτους νερό, να σώσουν τους ανθρώπους που καίγονταν, ενώ κάποιοι άλλοι με λάστιχα ¨πότιζαν¨ τη μηχανή που εξακολουθούσε να καπνίζει, (με το σωληνάκι της βενζίνης τραβηγμένο!) και τις τέντες, που φλεγόμενες είχαν πέσει πάνω στο σωρό απ τα καμένα γλαστράκια και λουλούδια.
Ένα νοσοκομειακό ήρθε κελαηδώντας, έβαλαν μέσα μια γυναίκα που θάπρπε νάταν η ανθοπώλης της γωνίας, κι έναν άντρα, αλλ αυτόν σε κατάσταση τραγική. Τους πήρε και τους δυό κι έφυγε. Από κοντά έφυγε κι η Πυροσβεστική. Οι κουκουλοφόροι προ πολλού είχαν πετάξει τις κουκούλες στον πεζόδρομο της Μεθώνης κι είχαν εξαφανιστεί. Κι ενώ η υπόλοιπη Λαϊκή στο βάθος ξανάβρισκε το ρυθμό της, με τα ΜΑΤ ακίνητα – αυτοί δε φύγανε – στραμμένα προς τα ντουβάρια των σπιτιών όπως κάνουν και στα γήπεδα που κοιτάνε τις κερκίδες, μια νέα λάμψη ήρθε να φωτίσει το παράξενο αυτό τοπίο αλλ αυτή τη φορά ήταν ¨η φλόγα της Ελληνικής λεβεντιάς ¨. Η αφύπνιση του Νεοέλληνα.

Ούτε αλλοδαποί ούτε μετανάστες. Έλληνες ήταν. Γνήσιοι Αθηναίοι πολίτες, που άρχισαν δειλά δειλά να προχωράνε κάνοντας κύκλο γύρω απ το σωρό με τα πεταμένα γλαστράκια και τα μισοκαμένα λουλούδια της γυναίκας πούφυγε με τ ασθενοφόρο. Κοίταζαν γύρω αν τους βλέπουν, κοιτιόντουσαν και μεταξύ τους κάνοντας νοήματα του στυλ ¨…πάρε εσύ πρώτος !..Όχι, εσύ καλύτερα..!¨ κι άρχισαν δήθεν αδιάφορα να πλησιάζουν, άλλοι διαλέγοντας τα καλά κι άλλοι κλωτσώντας και παραμερίζοντας τα καμένα, μέχρι που στο τέλος φεύγανε και ξανάρχονταν απροκάλυπτα και ξεδιάντροπα, φέρνοντας ολόκληρα καφάσια που τα γέμιζαν και τα ξαναγέμιζαν με γλαστράκια και λουλούδια, σαν τα όρνια που ορμάνε από ψηλά ν αρπάξουν ό,τι προλάβουν ν αρπάξουν απ το ψοφίμι.
Με ποιόν να είμαι;… ¨Αυτό το μεσημέρι, παρέμεινα εις τα όρη ¨

ΚΕΚΛΕΙΣΜΕΝΩΝ ΤΩΝ ΘΥΡΩΝ

Την απόφαση να συμμετέχω γράφοντας σ΄αυτό το site την πήρα, όχι για κανέναν άλλο λόγο, αλλά για να δηλώσω πως μερικοί άνθρωποι φαινομενικά αποτραβηγμένοι ( κι εγώ ανάμεσά τους), δεν το κάνουν γιατί όντως δεν έχουν τι να πουν ή γιατί δεν βλέπουν τι συμβαίνει, αλλά για να αποφύγουν το ανακάτεμά τους μ’ αυτή τη σημερινή βασιλεύουσα πλέον υποκουλτούρα, κι αυτή την επικρατούσα άποψή της να θεωρείται «γραφικός» κάθε σοβαρός άνθρωπος όταν τολμήσει να πει κάτι έξω απ’ τα καθιερωμένα του συρμού. Έτσι λοιπόν σήμερα, όσο ποτέ άλλοτε, ένας καλλιτέχνης αλλά φαντάζομαι και κάθε σκεπτόμενος άνθρωπος, κατάντησε να κάνει τη δουλειά ενός «ανάπηρου», που φτιάχνει κομψοτεχνήματα μεν, αλλά κεκλεισμένων των θυρών, σε ενα αποστειρωμένο δωμάτιο, αφού έτσι και βγει, θα βρεθεί μπροστά σε ένα αλαλάζον κουφό ακροατήριο αφού θα λείπει ο νους, κι ως συνήθως… οι Μήδοι θα διαβούνε, για άλλη μια φορά. Το μεγαλείο της ανθρώπινης ανημπόριας που κάποτε χαρακτήριζε όλη την κλασσική τέχνη, μετατράπηκε στην ανάγκη «να κονομήσουμε όπως όπως κάνα ευρουδάκι», κι οι μεγάλοι ευεργέτες του παρελθόντος μετατράπηκαν σε νεόπλουτους – πρώτο τραπέζι πίστα – να κολλάνε το τάληρο στο κούτελο του βιολιτζή και να τους παίρνει η τηλεόραση. Εδώ λοιπόν τίθεται το ερώτημα : Τι θα κάνει ένας δημιουργός, ένας ποιητής, ένας μουσικός Θα γίνει δήμαρχος ; Θα γίνει βουλευτής ; Υπουργός ; διασκεδαστής γενικώς ; Κι αν δεν το αντέχει ; Αν ντρέπεται ; (Σπάνιο!) Τι θα κάνει ; Τα γνωστά. Θα παραμείνει ως έχει                                                          « Ταξιδιώτης του παντός   / μ ένα μεθυσμένο πιάνο   / μια κιθάρα κι από πάνω / τη γνώμη του καθενός » που θα τον ρωτάει « Εσύ γιατί χάθηκες; »   Πραγματικά, ώρες και φορές αισθάνεσαι την επιτακτική ανάγκη να βγεις απ’ αυτή την κατάσταση γιατί το ξόδεμα είναι μεγάλο. Ύστερα πάλι, ξαναγυρίζεις μέσα σου και σκάβεις όλο και πιο βαθιά, δοκιμάζοντας τον εαυτό σου μπας και βγει κάτι. Αλλά δε βαριέσαι

Mουσικήν ποίει και εργάζου ταύτην την δημώδη

Συνήθως αποφεύγω να εισέρχομαι στων ειδικών τους χώρους και μάλιστα όταν έχω να κολυμπήσω μέσα σ αυτούς αβοήθητος, μακριά απ το γνωστό μου πεντάγραμμο, που άλλου είδους γνώση, κι άλλη δοκιμασία θέλει.

Αναπόφευκτα λοιπόν κι εγώ, θ αρχίσω μ ένα τραγούδι, ή καλύτερα μ ένα επαναστατικό ¨λαϊκό ψαλμό¨, χαρίζοντάς σας έτσι, λίγες στιγμές καινούργιας ¨μουσικής λογοτεχνίας¨

                               « Ο Θεός να μας φυλάει απ τους ασήμαντους »

Όλοι καθημερινά ζούμε σχεδόν αμέτοχοι μπροστά στη γέννηση της ίδιας μας της σκέψης.

Αυτό είναι μια αλήθεια. Κι αν μερικοί ψευτοδιανοούμενοι δεν έδιναν λάθος εξήγηση στην έννοια ¨ταλέντο¨, δεν θα είχαμε το φαινόμενο τόσων και τόσων ηλιθίων να περιφέρονται

στους δρόμους και στα καφενεία σημειώνοντας σε χαρτάκια τη στιγμιαία, ανύπαρκτη

έμπνευσή τους, μπας και την ξεχάσουν, (λες κι αν τη θυμόντουσαν, κάτι θα γινόταν).

                                 « Ο Θεός να μας φυλάει κι απ τους ανασφαλείς »

Γιατί η ευθύνη του τι θα φανερώσεις και τι θ αποσιωπήσεις απ όλες τις σκέψεις, είναι μια

ανεξήγητη, μια μυστική διεργασία, άγνωστη σ αυτούς που – δήθεν από σεμνότητα – δεν

έμαθαν να δοκιμάζουν τον εαυτό τους, να σκάβουν βαθιά μέσα τους, να κάνουν την ψυχή τους τερατώδη! Δεν μιλώ για τη συνέχεια, γιατί όλα τα άλλα, σχήματα, χρώματα, ήχος και ρυθμός, σύμφωνα, φωνήεντα και νοήματα, είναι απλή χαλάρωση, αφού

                                        « Αρκεί μια κίνηση του δοξαριού

κι ο ήχος από μόνος του

θ ανανεώσει την αγρύπνια μας,

μπροστά στις νέες εφευρέσεις,

στα καινούρια δεινά »

Κάθε σοφό τραγούδι ξεκινάει απ τα όνειρα. Κι ας γράφει ο ποιητής με λέξεις όμοιες μ αυτές που κι οι γιατροί γράφουν τις συνταγές τους. Δεν φταίει αυτός ο ίδιος που ονειρεύεται.

Κι αλίμονο! Ούτε πρόθεση έχει, ούτε πολιτισμό σώνει και καλά θέλει να επιβάλει κι ούτε αυτή τη χυδαία έννοια ¨μήνυμα¨ θέλει να περάσει, γιατί

                                            « Αρκεί μια κίνηση του δοξαριού

κι ο ήχος από μόνος του

θ ανανεώσει την αγρύπνια μας,

μπροστά στις νέες ιδέες,

στις καινούριες μορφές »

Περνώντας ο καιρός, καταλαβαίνω πως η δουλειά μου γίνεται συνεχώς όλο και πιο δύσκολη. Επειδή μου γίνεται πιο συνειδητή; Και μεταξύ μας, σάματις ξέρω πώς ΕΙΝΑΙ να γράφεις;

Και ποιος το ξέρει άλλωστε; Και πώς μπορεί να το ξέρει; αφού ακριβώς σ αυτό το άγνωστο ¨πώς είναι¨ πολεμάς να φτάσεις για να ξεκινήσεις. Μόνο να στηρίζω γερά τους αγκώνες στο τραπέζι ξέρω, σκεπάζοντας το πρόσωπό μου με τις παλάμες κι από μια χαραμάδα ανάμεσα στα δάχτυλα να διακρίνω έτοιμο το καράβι που οδηγεί στις καινούριες δοκιμασίες.

Ψάχνεις όλους τους τρόπους. Πας παντού και προς όλες τις κατευθύνσεις προσπαθώντας να βρεις τον Θεό μέσα απ την ανθρώπινη ανημπόρια σου, όχι για να σωθείς αλλά για να συμβιβάσεις τα ασυμβίβαστα με δικούς σου κανόνες, πέρα δηλαδή από κάθε λογική και κάθε προηγούμενο, πέρα δηλαδή από τη γνώση και την πράξη. Δε φταίει λοιπόν αυτός που ονειρεύεται. Έτσι γίνεται κάθε φορά, και κάθε φορά – αλίμονο – ξεκινάς πάλι απ το πρώτο γράμμα της αλφαβήτου.

Καλή αντάμωση, λοιπόν, σ αυτό το μεταφυσικό ταξίδι ¨μουσικής λογοτεχνίας¨, ανάμεσα στο υπαλληλίκι της πολιτιστικής προαγωγής και στην ελευθερία της πιο ξαφνικής περιπέτειας.

« Αρκεί μια κίνηση του δοξαριού

κι ο ήχος από μόνος του

θ ανανεώσει την αγρύπνια μας,

μπροστά στην αβάσταχτη πολυτέλεια

της πληροφόρησης,

στη νέα πραγματικότητα

της σημαίας που καίγεται! »